σκίτσο του Πάνου Μαραγκού από το Έθνος |
Τσουνάμι: Από τις ιαπωνικές λέξεις «τσου»=λιμάνι και «νάμι»=κύμα. «Κύμα του λιμανιού». Ονομάστηκε έτσι γιατί, αν και προκαλείται στα βάθη της θάλασσας από μετατόπιση μεγάλης ποσότητας νερού, συνήθως λόγω σεισμού ή ηφαιστείου, δεν γίνεται αντιληπτό στην ανοικτή θάλασσα, αλλά είναι καταστροφικό όταν φτάνει στην ακτή. Τα τσουνάμι έχουν μεγάλο μήκος κύματος και μεταφέρουν τεράστια ποσά ενέργειας. Όταν διαδίδονται στην ανοικτή θάλασσα έχουν ελάχιστο ύψος, συνήθως μέχρι δύο μέτρα, και ταξιδεύουν προς κάθε επιτρεπτή κατεύθυνση με ταχύτητα 700-800 χιλιομέτρων την ώρα. Παρ’ όλα αυτά δεν γίνονται αντιληπτά από τα πλοία που βρίσκονται στ’ ανοικτά. Ακόμα και μια μικρή βάρκα τα αντιλαμβάνεται σαν φουσκοθαλασσιά, που λεία και αδιάσπαστη από αφρό περνά σαν αστραπή. Φτάνοντας όμως στα ρηχά, καθώς το βάθος μειώνεται, τα κύματα αναδιπλώνονται κι ενώ χάνουν σε ταχύτητα κερδίζουν σε ύψος. Σκάνε στην ακτή με ταχύτητα περίπου 40 χλμ. την ώρα, ενώ το ύψος τους κυμαίνεται από 5 και, θεωρητικά, μέχρι και 100 μέτρα. Αλλά ακόμη και δύο μέτρα αρκούν για να προκαλέσουν την καταστροφή (Πηγή: Wikipedia).
Η ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ ανησυχίας ήταν τα κλειστά μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους. Και οι κραυγαλέες πινακίδες «ξεπούλημα, όλα σε τιμές κόστους λόγω κλεισίματος». Ωστόσο, τελικά, αυτό που μετέτρεψε τον φόβο σε πανικό ήταν η έλλειψη του χαρτιού υγείας. Αυτό το τόσο ασήμαντο, ευτελές και αυτονόητο αγαθό προκάλεσε δέος όταν εξαφανίστηκε από κάθε δημόσια τουαλέτα σε χώρους εργασίας, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα ψυχαγωγίας.
ΑΛΛΑ, η ακολουθία των γεγονότων, από τον πρώτο εκείνο σεισμό, κάτω από τον πυθμένα του οικονομικού ωκεανού μέχρι το μεγάλο κύμα που παρέσυρε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, με όλα τα τεκμήρια ανέχειας ή απληστίας της, ήταν πολύ διαφορετική για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος, κάθε επαγγελματική ομάδα, κάθε στρώμα ή τάξη πήρε μια διαφορετική σειρά μηνυμάτων για το τσουνάμι που ερχόταν.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ τα spreads, άγνωστη λέξη τουλάχιστον για το 80% του πληθυσμού που αγνοούσε τον τρόπο που δανειζόταν το κράτος, από συστάσεώς του, πουλώντας ομόλογα σε κατ’ επάγγελμα τοκογλύφους, αδίστακτους τζογαδόρους ή ανέμελους εισοδηματίες. Κι έπειτα, έπεσε μια βροχή λέξεων, εξίσου άγνωστων ή διφορούμενων: κρατικό χρέος, χρεοκοπία, στάση πληρωμών. Κι ακούστηκαν και λόγια βαριά, εκφοβιστικά: Θα βουλιάξουμε σαν τον «Τιτανικό» (αλλά, πού να βρεθούν παγόβουνα στη Μεσόγειο;), διεφθαρμένη κοινωνία η ελληνική (αλλά, ποιος είναι ο αδιάφθορος που την κατηγορεί;). Ήρθε κι η «θεραπεία-σοκ» (το σοκ όλοι το εισέπραξαν, αλλά η θεραπεία πουθενά), πρώτη δόση, δεύτερη δόση, τρίτη, όσες αντέξει ο ασθενής. Αλλά, αυτά όλα εξελίσσονταν στον αφρό της θάλασσας. Κανείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με όσα συνέβαιναν στα μεγάλα βάθη της, αθόρυβα, αδιόρατα, αλλά ταχύτατα, εκεί που η τεκτονική πλάκα της απληστίας συγκρουόταν βίαια με την πλάκα της πολιτικής εξαπάτησης. Εκεί που η τραπεζοκρατία προσέκρουε στην πολιτική εξουσία.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΛΟΙΠΟΝ, όταν ο γιγάντιος απορροφητήρας τράβηξε μονορούφι την πρώτη γενναία δόση πλούτου και εισοδήματος, σαν να ήταν πανάλαφρη πούδρα, όλοι προσαρμόστηκαν γρήγορα. «Δε βαριέσαι», είπαν, «θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, οι γονείς μας πέρασαν δυσκολότερα». Ξέραν πως δεν κυριολεκτούσαν μ’ αυτό, αλλά ό,τι μπορούσαν έκοψαν. Δεν πήραν καινούργια αυτοκίνητα, ματαίωσαν τις αγορές κατοικιών, ανέβαλαν την αντικατάσταση των παλιών ηλεκτρικών συσκευών, έκοψαν τα πολλά αλλαντικά, ροκφόρ δεν ξαναμπήκε στο ψυγείο, έδιωξαν και την κυρία εκ Μολδαβίας που κρατούσε τα παιδιά ή καθάριζε το σπίτι.
EΠΕΙΤΑ, ενώ η σωτηρία της χώρας τη βύθιζε πιο βαθιά στη γλοιώδη λάσπη της ύφεσης, άρχισαν μια σειρά μυστηριώδεις εξαφανίσεις, όχι μετρήσιμες από τους γραφειοκράτες του Γενικού Λογιστηρίου ή τους στατιτιστικολόγους της ανεξάρτητης στατιστικής Αρχής. Στην αρχή εξαφανίστηκε ο καφές. Από τα μικρά κουζινάκια, στους χώρους εργασίας, αποσύρθηκαν διακριτικά οι μεγάλες καφετιέρες που πρόσφεραν φθηνό καφέ φίλτρου. Μικρό το κακό, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι προτιμούσαν καφέ απ’ έξω ή έφερναν δικό τους, του γούστου τους. Έπειτα, το κύμα παρέσυρε τα αναλώσιμα. Κόπηκαν τα στιλό, τα μολύβια, οι συνδετήρες, τα συρραπτικά, εφαρμόστηκε κανόνας φειδούς στα μελάνια των εκτυπωτών και στο χαρτί και, τελικά, κόπηκε και το χαρτί. Πώς να δουλέψεις, «ιδίοις αναλώμασι, κι αν σας αρέσει», ήταν η στερεότυπη απάντηση των αμήχανων προϊσταμένων.
ΜΕΤΑ, ΑΡΧΙΣΑΝ οι ανθρώπινες απώλειες, αισθητές ακόμα και στη χωροταξία των γραφείων και των εργοστασίων. Μαζί με κάθε απολυόμενο εξαφανιζόταν και το γραφείο του, ο υπολογιστής του, ο πάγκος του, το μηχάνημα που χειριζόταν, ακόμη και η καρέκλα του. Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούσαν εγκάρδια, πλην συνωμοτικά, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Αλλά, καθώς οι αίθουσες αραίωναν από τους ανθρώπους και τα παρελκόμενά τους, άρχισε να ενοχλεί τους παραμένοντες η αντήχηση των όλο και πιο κενών χώρων. Οι ίδιες οι φωνές τους είχαν κάτι το ενοχλητικό. Αλλά, κι έξω απ’ τα κτίρια των επιχειρήσεων, στα πεζοδρόμια όπου κατέβαιναν για το απαγορευμένο τσιγάρο, οι αλλαγές μέρα με τη μέρα ήταν όλο και πιο αισθητές. Όλο κι λιγόστευαν – και όχι επειδή έκοβαν το τσιγάρο. Τους ανθρώπους «έκοβαν». Με τον καιρό, κάποιες ομάδες καπνιστών εξαφανίζονταν ομαδικά. Πίσω από τις εισόδους και τα παράθυρα των επιχειρήσεων μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι δεν είχαν αδειάσει λόγω μετακόμισης.
ΜΕΤΑ, ΤΟ ΚΥΜΑ πήρε τους καθαρισμούς κτιρίων. Τα συνεργεία καθαριότητας εντάχθηκαν «στα προγράμματα εξυγίανσης». Κόπηκαν και τα υλικά καθαριότητας. «Αυτοσυντήρηση» ήταν ο κανόνας για τους μισθωτούς, που αποκτούσαν νέα καθήκοντα στις τουαλέτες και στους διαδρόμους. Κι αυτός ο κανόνας σιγά σιγά επεκτάθηκε στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις γειτονιές που, ναι μεν περνούσαν μια ευεργετική δοκιμασία αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, ήταν όμως αδύνατο να εξαφανίσουν τους όγκους σκουπιδιών που γίνονταν μόνιμο ντεκόρ στις πόλεις. Κι εκεί εμφανίστηκαν κι οι αρουραίοι. Λες και οι υπόνομοι και όλο το αποχετευτικό δίκτυο των πόλεων κρατούσε μέχρι τότε ερμητικά κλειστή την πόρτα του κάτω κόσμου των τρωκτικών προς τον επάνω. Και τα τρωκτικά ανέβηκαν πεινασμένα και αποθρασυμένα.
Και το κύμα, καθώς πλησίαζε όλο και πιο ορμητικά την ακτή της πραγματικότητας, κέρδιζε ύψος απειλητικό. Πέταγε ανθρώπους κι οικογένειες από τα σπίτια τους, τους παράσερνε στις μικρές, νυχτερινές αποικίες αστέγων. Άλλους τους έσπρωχνε στις ουρές των γραφείων του ΟΑΕΔ που χρόνια είχαν να γίνουν στην κυριολεξία ουρές. Κάποιους, τους πιο τολμηρούς και τυχοδιώκτες, τους παράσυρε μέχρι τις γειτονικές χώρες, σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης, λευκών και μπλε κολάρων αυτή τη φορά. Κι άλλους, όσοι δεν είχαν ευκαιρία φυγής, τους μεταμόρφωνε σε απηνείς διώκτες των ξένων, όσων επέμεναν να διεκδικούν τις λίγες και περιζήτητες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΚΥΜΑ ΠΗΡΕ και τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Μ’ έναν διπλό, αντιφατικό, τρόπο. Στους χώρους δουλειάς μόδα έγιναν τα ταπεράκια με το φαΐ απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα τα «ντελιβαράδικα» που ήσαν ακροβολισμένα γύρω τους να πέσουν σε παρακμή. Αντιθέτως, στις οικιστικές περιοχές το junk food γνώρισε πιένες, αφού αποδεικνυόταν φθηνότερο από το γεμάτο ψυγείο, την επαρκή τροφιμαποθήκη και το καθημερινό μαγείρεμα. Άλλωστε, για τα νοικοκυριά ήταν καλύτερο να μην ξέρουν τι ακριβώς τρώνε.
ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ πήρε το πιο καταστροφικό του ύψος όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο ίχνος δημόσιου αγαθού. Φως, νερό, τηλέφωνο, καθαριότητα, κοινόχρηστοι χώροι, κοινωφελή έργα, δημόσια γη, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ακτές, χώροι αναψυχής, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πάρκα, πλατείες, δρόμοι, εθνικές οδοί, δασικές εκτάσεις, λιμάνια, αεροδρόμια, σχολεία, πανεπιστήμια, επιστημονικά ιδρύματα και γενικώς καθετί που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας ωφέλειας ή παροχής έναντι της φορολογίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατέστη ιδιωτικό. Και πανάκριβο. Και τελικά απροσπέλαστο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Όμως, ήταν η αναπόφευκτη θυσία για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία. Αλλά, πώς ορίζεται μια χώρα χωρίς ίχνος δημόσιας περιουσίας, δημόσιου και ανταποδιδόμενου πλούτου; Ή χρεοκοπημένη ή απλώς ιδιωτικοποιημένη…
ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ οι άνθρωποι δεν έδωσαν τόσο σημασία στην ευκολία με την οποία κάθε δημόσια αξία γινόταν ιδιωτική υπεραξία. Το τσουνάμι που ερχόταν ορμητικό να σαρώσει όλο τον κοινωνικό ιστό το αντιλήφθηκαν όταν εξαφανίστηκε από παντού το χαρτί τουαλέτας. Όταν έγινε είδος πολυτελείας, όπως την εποχή που το βασικό μέσο ατομικής υγιεινής ήταν οι εφημερίδες. Το χαρτί υγείας είχε γίνει ο νέος δείκτης πλούτου και ευημερίας. Και η έλλειψή του δείκτης απόλυτης φτώχειας. Το τσουνάμι ερχόταν καταπάνω τους ακριβώς με τη μορφή που είχε προβλέψει ο καλός φίλος της χώρας Ντομινίκ Στρος-Καν. Ένα τσουνάμι από σκατά.
Η ΠΡΩΤΗ ΠΗΓΗ ανησυχίας ήταν τα κλειστά μαγαζιά στους εμπορικούς δρόμους. Και οι κραυγαλέες πινακίδες «ξεπούλημα, όλα σε τιμές κόστους λόγω κλεισίματος». Ωστόσο, τελικά, αυτό που μετέτρεψε τον φόβο σε πανικό ήταν η έλλειψη του χαρτιού υγείας. Αυτό το τόσο ασήμαντο, ευτελές και αυτονόητο αγαθό προκάλεσε δέος όταν εξαφανίστηκε από κάθε δημόσια τουαλέτα σε χώρους εργασίας, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες, καταστήματα ψυχαγωγίας.
ΑΛΛΑ, η ακολουθία των γεγονότων, από τον πρώτο εκείνο σεισμό, κάτω από τον πυθμένα του οικονομικού ωκεανού μέχρι το μεγάλο κύμα που παρέσυρε το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας, με όλα τα τεκμήρια ανέχειας ή απληστίας της, ήταν πολύ διαφορετική για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος, κάθε επαγγελματική ομάδα, κάθε στρώμα ή τάξη πήρε μια διαφορετική σειρά μηνυμάτων για το τσουνάμι που ερχόταν.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΗΤΑΝ τα spreads, άγνωστη λέξη τουλάχιστον για το 80% του πληθυσμού που αγνοούσε τον τρόπο που δανειζόταν το κράτος, από συστάσεώς του, πουλώντας ομόλογα σε κατ’ επάγγελμα τοκογλύφους, αδίστακτους τζογαδόρους ή ανέμελους εισοδηματίες. Κι έπειτα, έπεσε μια βροχή λέξεων, εξίσου άγνωστων ή διφορούμενων: κρατικό χρέος, χρεοκοπία, στάση πληρωμών. Κι ακούστηκαν και λόγια βαριά, εκφοβιστικά: Θα βουλιάξουμε σαν τον «Τιτανικό» (αλλά, πού να βρεθούν παγόβουνα στη Μεσόγειο;), διεφθαρμένη κοινωνία η ελληνική (αλλά, ποιος είναι ο αδιάφθορος που την κατηγορεί;). Ήρθε κι η «θεραπεία-σοκ» (το σοκ όλοι το εισέπραξαν, αλλά η θεραπεία πουθενά), πρώτη δόση, δεύτερη δόση, τρίτη, όσες αντέξει ο ασθενής. Αλλά, αυτά όλα εξελίσσονταν στον αφρό της θάλασσας. Κανείς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με όσα συνέβαιναν στα μεγάλα βάθη της, αθόρυβα, αδιόρατα, αλλά ταχύτατα, εκεί που η τεκτονική πλάκα της απληστίας συγκρουόταν βίαια με την πλάκα της πολιτικής εξαπάτησης. Εκεί που η τραπεζοκρατία προσέκρουε στην πολιτική εξουσία.
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ, ΛΟΙΠΟΝ, όταν ο γιγάντιος απορροφητήρας τράβηξε μονορούφι την πρώτη γενναία δόση πλούτου και εισοδήματος, σαν να ήταν πανάλαφρη πούδρα, όλοι προσαρμόστηκαν γρήγορα. «Δε βαριέσαι», είπαν, «θα κάνουμε το σκατό μας παξιμάδι, οι γονείς μας πέρασαν δυσκολότερα». Ξέραν πως δεν κυριολεκτούσαν μ’ αυτό, αλλά ό,τι μπορούσαν έκοψαν. Δεν πήραν καινούργια αυτοκίνητα, ματαίωσαν τις αγορές κατοικιών, ανέβαλαν την αντικατάσταση των παλιών ηλεκτρικών συσκευών, έκοψαν τα πολλά αλλαντικά, ροκφόρ δεν ξαναμπήκε στο ψυγείο, έδιωξαν και την κυρία εκ Μολδαβίας που κρατούσε τα παιδιά ή καθάριζε το σπίτι.
EΠΕΙΤΑ, ενώ η σωτηρία της χώρας τη βύθιζε πιο βαθιά στη γλοιώδη λάσπη της ύφεσης, άρχισαν μια σειρά μυστηριώδεις εξαφανίσεις, όχι μετρήσιμες από τους γραφειοκράτες του Γενικού Λογιστηρίου ή τους στατιτιστικολόγους της ανεξάρτητης στατιστικής Αρχής. Στην αρχή εξαφανίστηκε ο καφές. Από τα μικρά κουζινάκια, στους χώρους εργασίας, αποσύρθηκαν διακριτικά οι μεγάλες καφετιέρες που πρόσφεραν φθηνό καφέ φίλτρου. Μικρό το κακό, έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι προτιμούσαν καφέ απ’ έξω ή έφερναν δικό τους, του γούστου τους. Έπειτα, το κύμα παρέσυρε τα αναλώσιμα. Κόπηκαν τα στιλό, τα μολύβια, οι συνδετήρες, τα συρραπτικά, εφαρμόστηκε κανόνας φειδούς στα μελάνια των εκτυπωτών και στο χαρτί και, τελικά, κόπηκε και το χαρτί. Πώς να δουλέψεις, «ιδίοις αναλώμασι, κι αν σας αρέσει», ήταν η στερεότυπη απάντηση των αμήχανων προϊσταμένων.
ΜΕΤΑ, ΑΡΧΙΣΑΝ οι ανθρώπινες απώλειες, αισθητές ακόμα και στη χωροταξία των γραφείων και των εργοστασίων. Μαζί με κάθε απολυόμενο εξαφανιζόταν και το γραφείο του, ο υπολογιστής του, ο πάγκος του, το μηχάνημα που χειριζόταν, ακόμη και η καρέκλα του. Οι συνάδελφοί του τον αποχαιρετούσαν εγκάρδια, πλην συνωμοτικά, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Αλλά, καθώς οι αίθουσες αραίωναν από τους ανθρώπους και τα παρελκόμενά τους, άρχισε να ενοχλεί τους παραμένοντες η αντήχηση των όλο και πιο κενών χώρων. Οι ίδιες οι φωνές τους είχαν κάτι το ενοχλητικό. Αλλά, κι έξω απ’ τα κτίρια των επιχειρήσεων, στα πεζοδρόμια όπου κατέβαιναν για το απαγορευμένο τσιγάρο, οι αλλαγές μέρα με τη μέρα ήταν όλο και πιο αισθητές. Όλο κι λιγόστευαν – και όχι επειδή έκοβαν το τσιγάρο. Τους ανθρώπους «έκοβαν». Με τον καιρό, κάποιες ομάδες καπνιστών εξαφανίζονταν ομαδικά. Πίσω από τις εισόδους και τα παράθυρα των επιχειρήσεων μπορούσε να αντιληφθεί κανείς ότι δεν είχαν αδειάσει λόγω μετακόμισης.
ΜΕΤΑ, ΤΟ ΚΥΜΑ πήρε τους καθαρισμούς κτιρίων. Τα συνεργεία καθαριότητας εντάχθηκαν «στα προγράμματα εξυγίανσης». Κόπηκαν και τα υλικά καθαριότητας. «Αυτοσυντήρηση» ήταν ο κανόνας για τους μισθωτούς, που αποκτούσαν νέα καθήκοντα στις τουαλέτες και στους διαδρόμους. Κι αυτός ο κανόνας σιγά σιγά επεκτάθηκε στα σχολεία, στις δημόσιες υπηρεσίες, στις γειτονιές που, ναι μεν περνούσαν μια ευεργετική δοκιμασία αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, ήταν όμως αδύνατο να εξαφανίσουν τους όγκους σκουπιδιών που γίνονταν μόνιμο ντεκόρ στις πόλεις. Κι εκεί εμφανίστηκαν κι οι αρουραίοι. Λες και οι υπόνομοι και όλο το αποχετευτικό δίκτυο των πόλεων κρατούσε μέχρι τότε ερμητικά κλειστή την πόρτα του κάτω κόσμου των τρωκτικών προς τον επάνω. Και τα τρωκτικά ανέβηκαν πεινασμένα και αποθρασυμένα.
Και το κύμα, καθώς πλησίαζε όλο και πιο ορμητικά την ακτή της πραγματικότητας, κέρδιζε ύψος απειλητικό. Πέταγε ανθρώπους κι οικογένειες από τα σπίτια τους, τους παράσερνε στις μικρές, νυχτερινές αποικίες αστέγων. Άλλους τους έσπρωχνε στις ουρές των γραφείων του ΟΑΕΔ που χρόνια είχαν να γίνουν στην κυριολεξία ουρές. Κάποιους, τους πιο τολμηρούς και τυχοδιώκτες, τους παράσυρε μέχρι τις γειτονικές χώρες, σ’ ένα νέο κύμα μετανάστευσης, λευκών και μπλε κολάρων αυτή τη φορά. Κι άλλους, όσοι δεν είχαν ευκαιρία φυγής, τους μεταμόρφωνε σε απηνείς διώκτες των ξένων, όσων επέμεναν να διεκδικούν τις λίγες και περιζήτητες θέσεις εργασίας.
ΤΟ ΚΥΜΑ ΠΗΡΕ και τις διατροφικές συνήθειες των ανθρώπων. Μ’ έναν διπλό, αντιφατικό, τρόπο. Στους χώρους δουλειάς μόδα έγιναν τα ταπεράκια με το φαΐ απ’ το σπίτι, μ’ αποτέλεσμα τα «ντελιβαράδικα» που ήσαν ακροβολισμένα γύρω τους να πέσουν σε παρακμή. Αντιθέτως, στις οικιστικές περιοχές το junk food γνώρισε πιένες, αφού αποδεικνυόταν φθηνότερο από το γεμάτο ψυγείο, την επαρκή τροφιμαποθήκη και το καθημερινό μαγείρεμα. Άλλωστε, για τα νοικοκυριά ήταν καλύτερο να μην ξέρουν τι ακριβώς τρώνε.
ΤΟ ΤΣΟΥΝΑΜΙ πήρε το πιο καταστροφικό του ύψος όταν εξαφανίστηκε και το τελευταίο ίχνος δημόσιου αγαθού. Φως, νερό, τηλέφωνο, καθαριότητα, κοινόχρηστοι χώροι, κοινωφελή έργα, δημόσια γη, ραδιόφωνο, τηλεόραση, ακτές, χώροι αναψυχής, μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι, πάρκα, πλατείες, δρόμοι, εθνικές οδοί, δασικές εκτάσεις, λιμάνια, αεροδρόμια, σχολεία, πανεπιστήμια, επιστημονικά ιδρύματα και γενικώς καθετί που αποτελεί αντικείμενο δημόσιας ωφέλειας ή παροχής έναντι της φορολογίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο κατέστη ιδιωτικό. Και πανάκριβο. Και τελικά απροσπέλαστο για το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού. Όμως, ήταν η αναπόφευκτη θυσία για να αποφύγει η χώρα τη χρεοκοπία. Αλλά, πώς ορίζεται μια χώρα χωρίς ίχνος δημόσιας περιουσίας, δημόσιου και ανταποδιδόμενου πλούτου; Ή χρεοκοπημένη ή απλώς ιδιωτικοποιημένη…
ΑΛΛΑ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ οι άνθρωποι δεν έδωσαν τόσο σημασία στην ευκολία με την οποία κάθε δημόσια αξία γινόταν ιδιωτική υπεραξία. Το τσουνάμι που ερχόταν ορμητικό να σαρώσει όλο τον κοινωνικό ιστό το αντιλήφθηκαν όταν εξαφανίστηκε από παντού το χαρτί τουαλέτας. Όταν έγινε είδος πολυτελείας, όπως την εποχή που το βασικό μέσο ατομικής υγιεινής ήταν οι εφημερίδες. Το χαρτί υγείας είχε γίνει ο νέος δείκτης πλούτου και ευημερίας. Και η έλλειψή του δείκτης απόλυτης φτώχειας. Το τσουνάμι ερχόταν καταπάνω τους ακριβώς με τη μορφή που είχε προβλέψει ο καλός φίλος της χώρας Ντομινίκ Στρος-Καν. Ένα τσουνάμι από σκατά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου