του Αλέξη Βάκη
Για μας που βιώσαμε την εφηβεία μέσα στη μέθεξη της μεταπολίτευσης, η φιγούρα του Μανώλη Ρασούλη ήταν κάτι παραπάνω από εμβληματική. Πριν απ’ όλα, γιατί τον βρίσκαμε συνεχώς μπροστά μας, όποια πέτρα κι αν σηκώναμε. Αρχής γενομένης το 1978 με τα τραγούδια της Εκδίκησης της γυφτιάς, δια των οποίων μάθαμε -τουλάχιστον όσοι, παρά την ένταξη στις οργανώσεις δεν υποτάξαμε τον ενθουσιασμό μας στις προτεραιότητες της ντιρεκτίβας, και ήμασταν οι περισσότεροι- πως, εκτός από τα εμβατήρια των συγκεντρώσεων στα γήπεδα, ο ήχος των μπουζουκιών της επαρχίας μπορεί εξίσου να σε δονήσει συθέμελα.
Ένα χρόνο αργότερα, τα Τραγούδια της Χαρούλας έβαλαν τις βάσεις για το μεταγενέστερο σλόγκαν «συγκίνηση μεν- συνείδηση δε», αφού κατάφεραν όχι μόνο να λικνίσουν στον ρυθμό του τσιφτετελιού ακόμα και τα πλήθη που συνέρρεαν στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, αλλά και να φωτίσουν τη συλλογική μας αυτογνωσία μέσα από τετράλεπτα αριστουργήματα σαν το Τίποτα δεν πάει χαμένο ή το Όλα σε θυμίζουν. Ενώ ταυτόχρονα η έκδοση του Αυγού, «του πιο γκαγκάν περιοδικού των Βαλκανίων» σύμφωνα με τη βινιέτα του, το οποίο ο Ρασούλης έγραφε εξ ολοκλήρου μόνος του, ανέβαζε στα ύψη την αδρεναλίνη με τα -«από άλλο πλανήτη» σε σχέση με τα ειωθότα της εποχής-διηγήματα του τύπου Ένας τροτσκιστής και μια μαοϊκιά ή Σύντροφε Άρη το φωτοστέφανό σου, μαζί με «πολλή άλλη ύλη ποικίλη κι εντάξει».
Ποιο όμως ήταν το παρελθόν αυτού του παράξενου ανθρώπου με τα πολύχρωμα ρούχα, τα χαϊμαλιά και τα μούσια που ανακάτευε τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του (τον θυμάμαι, ας πούμε, να αναφέρεται πολλές φορές στους τρεις μέντορές του: τον Λέοντα Τρότσκι στην επαναστατική πολιτική και φιλοσοφία, τον Βίλχελμ Ράιχ στην επιστήμη και τον Ινδό Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς (Όσσο) στη μεταφυσική και τη θρησκεία), ο οποίος όμως σοβαρολογούσε κάθε φορά που μας έβαζε μια καινούργια «ιδεολογική» σπαζοκεφαλιά;
Γιατί σε ό,τι αφορούσε στα κίνητρά του, ήταν πάντως ηλίου φαεινότερον πως «οι τουρμπίνες του πυρακτώνονταν» και πως σε κάθε περίπτωση αυτό γινόταν με πλήρη ανιδιοτέλεια. Σιγά - σιγά μάθαμε λοιπόν πως ήταν γεννημένος το 1945 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πως ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και πως η ένταξή του στη νεολαία της Αριστεράς χρονολογείται ήδη από την εφηβεία του. Τελειώνοντας το γυμνάσιο ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου σπουδάζει σκηνοθεσία κινηματογράφου, γράφει ποιήματα, σενάρια, τραγουδάει ερασιτεχνικά στις μπουάτ της Πλάκας, δουλεύει στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, παίρνει μέρος στους αγώνες του 114 και γνωρίζει όλη την τότε πνευματική πρωτοπορία. Με τη δικτατορία φεύγει στο Λονδίνο και εντάσσεται στο τροτσκιστικό κίνημα (στην τάση του Τζέρι Χίλι, όπου συμμετείχε και η Βανέσσα Ρεντγκρέιβ). Γίνεται συνεκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστική Αλλαγή, στην οποία γράφει άρθρα και επιφυλλίδες, παίρνει μαθήματα πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας και πουλάει για έξι χρόνια την εν λόγω εφημερίδα στους δρόμους. Αργότερα επιστρέφει στην Αθήνα, για κάποιο διάστημα συνεχίζει -την εποχή της μεταπολίτευσης- στους ξέφρενους ρυθμούς του κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού, ώσπου κάποια στιγμή «παραιτείται από την οργάνωση μια μέρα που οι σύντροφοι υποστήριζαν τις ερυθρές πυρηνικές βόμβες ενάντια στις αντίπαλες».
Το 1975, ο Μάνος Λοϊζος τον καλεί να τραγουδήσει μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη στον δίσκο Τα νέγρικα (σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη), ενώ την ίδια χρονιά συμμετέχει στον Νέο Ερωτόκριτο του Νίκου Μαμαγκάκη, που μελοποιεί τους στίχους του Παντελή Πρεβελάκη, και το 1977 στους Αχαρνής του Διονύση Σαββόπουλου. Η συνέχεια είναι πάνω- κάτω γνωστή: Συνεργάζεται με τον Νίκο Ξυδάκη στην Εκδίκηση της γυφτιάς και Τα δήθεν, με τον Μάνο Λοϊζο στα Τραγούδια της Χαρούλας και με τον Χρήστο Νικολόπουλο στους δίσκους Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, Παίξε Χρήστο επειγόντως και Όλοι δικοί μας είμαστε, γεννώντας απανωτές και τεράστιες τραγουδιστικές επιτυχίες. Το 1983 έρχεται η συνεργασία με τον Πέτρο Βαγιόπουλο (που απέφερε έξι δίσκους, αλλά και το μεγαλύτερο σουξέ της εποχής, Πότε Βούδας, πότε Κούδας), με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, με τον Γιώργο Γαβαλά, με τον Χάρη Παπαδόπουλο και με τον ελληνο-ισραηλινό Γεχούντα Πόλικερ, ενώ η τελευταία του ολοκληρωμένη δισκογραφική εργασία ήταν το 2009 όταν κυκλοφόρησε ο κύκλος Με τον Ομπάμα αντάμα, σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου.
Η συγγραφική παραγωγή του Μανώλη Ρασούλη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία Ο μεγάλος αιρετικός Θεόφιλος Καϊρης (που αναφέρεται στον κορυφαίο νεοέλληνα διαφωτιστή και φιλόσοφο), Η τελευταία ζωή του σύντροφου Παντελή Πουλιόπουλου (στη μνήμη του παλαιού γραμματέα του ΚΚΕ και στη συνέχεια ηγέτη της Αριστερής Αντιπολίτευσης), Η μπαλάντα του Ισαάκ, Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα, Κβο βάντις στάτους κβο;, Κνωσσώντας την αλήθεια (το κρητικό μανιφέστο), Οι Εβραίοι είναι Έλληνες- Κρήτες κ.α.
"Αυτός ο κόσμος, ΜΠΟΡΕΙ Ν' ΑΛΛΑΞΕΙ, Κεμάλ
Μέσα στις καρδιές στις πλατείες, σε γραφεία οβάλ
Θέλει σωστοί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς
ΝΑ 'ΝΑΙ Η ΨΥΧΗ Η ΝΥΦΗ ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΣ Ο ΝΟΥΣ..."
από την Κυριακάτικη Αυγή
Για μας που βιώσαμε την εφηβεία μέσα στη μέθεξη της μεταπολίτευσης, η φιγούρα του Μανώλη Ρασούλη ήταν κάτι παραπάνω από εμβληματική. Πριν απ’ όλα, γιατί τον βρίσκαμε συνεχώς μπροστά μας, όποια πέτρα κι αν σηκώναμε. Αρχής γενομένης το 1978 με τα τραγούδια της Εκδίκησης της γυφτιάς, δια των οποίων μάθαμε -τουλάχιστον όσοι, παρά την ένταξη στις οργανώσεις δεν υποτάξαμε τον ενθουσιασμό μας στις προτεραιότητες της ντιρεκτίβας, και ήμασταν οι περισσότεροι- πως, εκτός από τα εμβατήρια των συγκεντρώσεων στα γήπεδα, ο ήχος των μπουζουκιών της επαρχίας μπορεί εξίσου να σε δονήσει συθέμελα.
Ένα χρόνο αργότερα, τα Τραγούδια της Χαρούλας έβαλαν τις βάσεις για το μεταγενέστερο σλόγκαν «συγκίνηση μεν- συνείδηση δε», αφού κατάφεραν όχι μόνο να λικνίσουν στον ρυθμό του τσιφτετελιού ακόμα και τα πλήθη που συνέρρεαν στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, αλλά και να φωτίσουν τη συλλογική μας αυτογνωσία μέσα από τετράλεπτα αριστουργήματα σαν το Τίποτα δεν πάει χαμένο ή το Όλα σε θυμίζουν. Ενώ ταυτόχρονα η έκδοση του Αυγού, «του πιο γκαγκάν περιοδικού των Βαλκανίων» σύμφωνα με τη βινιέτα του, το οποίο ο Ρασούλης έγραφε εξ ολοκλήρου μόνος του, ανέβαζε στα ύψη την αδρεναλίνη με τα -«από άλλο πλανήτη» σε σχέση με τα ειωθότα της εποχής-διηγήματα του τύπου Ένας τροτσκιστής και μια μαοϊκιά ή Σύντροφε Άρη το φωτοστέφανό σου, μαζί με «πολλή άλλη ύλη ποικίλη κι εντάξει».
Ποιο όμως ήταν το παρελθόν αυτού του παράξενου ανθρώπου με τα πολύχρωμα ρούχα, τα χαϊμαλιά και τα μούσια που ανακάτευε τους πάντες και τα πάντα στο πέρασμά του (τον θυμάμαι, ας πούμε, να αναφέρεται πολλές φορές στους τρεις μέντορές του: τον Λέοντα Τρότσκι στην επαναστατική πολιτική και φιλοσοφία, τον Βίλχελμ Ράιχ στην επιστήμη και τον Ινδό Μπαγκουάν Σρι Ραζνίς (Όσσο) στη μεταφυσική και τη θρησκεία), ο οποίος όμως σοβαρολογούσε κάθε φορά που μας έβαζε μια καινούργια «ιδεολογική» σπαζοκεφαλιά;
Γιατί σε ό,τι αφορούσε στα κίνητρά του, ήταν πάντως ηλίου φαεινότερον πως «οι τουρμπίνες του πυρακτώνονταν» και πως σε κάθε περίπτωση αυτό γινόταν με πλήρη ανιδιοτέλεια. Σιγά - σιγά μάθαμε λοιπόν πως ήταν γεννημένος το 1945 στο Ηράκλειο της Κρήτης, πως ο πατέρας του ήταν χρυσοχόος και πως η ένταξή του στη νεολαία της Αριστεράς χρονολογείται ήδη από την εφηβεία του. Τελειώνοντας το γυμνάσιο ανεβαίνει στην Αθήνα, όπου σπουδάζει σκηνοθεσία κινηματογράφου, γράφει ποιήματα, σενάρια, τραγουδάει ερασιτεχνικά στις μπουάτ της Πλάκας, δουλεύει στην εφημερίδα Δημοκρατική Αλλαγή, παίρνει μέρος στους αγώνες του 114 και γνωρίζει όλη την τότε πνευματική πρωτοπορία. Με τη δικτατορία φεύγει στο Λονδίνο και εντάσσεται στο τροτσκιστικό κίνημα (στην τάση του Τζέρι Χίλι, όπου συμμετείχε και η Βανέσσα Ρεντγκρέιβ). Γίνεται συνεκδότης της εφημερίδας Σοσιαλιστική Αλλαγή, στην οποία γράφει άρθρα και επιφυλλίδες, παίρνει μαθήματα πολιτικής οικονομίας και φιλοσοφίας και πουλάει για έξι χρόνια την εν λόγω εφημερίδα στους δρόμους. Αργότερα επιστρέφει στην Αθήνα, για κάποιο διάστημα συνεχίζει -την εποχή της μεταπολίτευσης- στους ξέφρενους ρυθμούς του κοινωνικοπολιτικού ακτιβισμού, ώσπου κάποια στιγμή «παραιτείται από την οργάνωση μια μέρα που οι σύντροφοι υποστήριζαν τις ερυθρές πυρηνικές βόμβες ενάντια στις αντίπαλες».
Το 1975, ο Μάνος Λοϊζος τον καλεί να τραγουδήσει μαζί με τη Μαρία Φαραντούρη στον δίσκο Τα νέγρικα (σε στίχους του Γιάννη Νεγρεπόντη), ενώ την ίδια χρονιά συμμετέχει στον Νέο Ερωτόκριτο του Νίκου Μαμαγκάκη, που μελοποιεί τους στίχους του Παντελή Πρεβελάκη, και το 1977 στους Αχαρνής του Διονύση Σαββόπουλου. Η συνέχεια είναι πάνω- κάτω γνωστή: Συνεργάζεται με τον Νίκο Ξυδάκη στην Εκδίκηση της γυφτιάς και Τα δήθεν, με τον Μάνο Λοϊζο στα Τραγούδια της Χαρούλας και με τον Χρήστο Νικολόπουλο στους δίσκους Οι κυβερνήσεις πέφτουνε, Παίξε Χρήστο επειγόντως και Όλοι δικοί μας είμαστε, γεννώντας απανωτές και τεράστιες τραγουδιστικές επιτυχίες. Το 1983 έρχεται η συνεργασία με τον Πέτρο Βαγιόπουλο (που απέφερε έξι δίσκους, αλλά και το μεγαλύτερο σουξέ της εποχής, Πότε Βούδας, πότε Κούδας), με τον Ανδρέα Μικρούτσικο, με τον Γιώργο Γαβαλά, με τον Χάρη Παπαδόπουλο και με τον ελληνο-ισραηλινό Γεχούντα Πόλικερ, ενώ η τελευταία του ολοκληρωμένη δισκογραφική εργασία ήταν το 2009 όταν κυκλοφόρησε ο κύκλος Με τον Ομπάμα αντάμα, σε μουσική του Χρήστου Νικολόπουλου.
Η συγγραφική παραγωγή του Μανώλη Ρασούλη περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα βιβλία Ο μεγάλος αιρετικός Θεόφιλος Καϊρης (που αναφέρεται στον κορυφαίο νεοέλληνα διαφωτιστή και φιλόσοφο), Η τελευταία ζωή του σύντροφου Παντελή Πουλιόπουλου (στη μνήμη του παλαιού γραμματέα του ΚΚΕ και στη συνέχεια ηγέτη της Αριστερής Αντιπολίτευσης), Η μπαλάντα του Ισαάκ, Μεγάλος ήρωας σε μικρή χαρτοσακούλα, Κβο βάντις στάτους κβο;, Κνωσσώντας την αλήθεια (το κρητικό μανιφέστο), Οι Εβραίοι είναι Έλληνες- Κρήτες κ.α.
"Αυτός ο κόσμος, ΜΠΟΡΕΙ Ν' ΑΛΛΑΞΕΙ, Κεμάλ
Μέσα στις καρδιές στις πλατείες, σε γραφεία οβάλ
Θέλει σωστοί χιλιάδες να 'ναι στους τροχούς
ΝΑ 'ΝΑΙ Η ΨΥΧΗ Η ΝΥΦΗ ΚΑΙ ΓΑΜΠΡΟΣ Ο ΝΟΥΣ..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου