Έργο του Γιάννη Τσαρούχη* |
"Αλέξανδρος Μακεδών" ντυνότανε τις Αποκριές ο ξακουστός λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος κι έδινε παραστάσεις, ελληνικό λαϊκό θέατρο, με τον "θίασό" του, μπουλούκι με παιδιά, ντυμένα Μακεδόνες πολεμιστές, στους δρόμους και στις πλατείες, στη Μυτιλήνη, καθώς μου μαρτύρησε, στα 1961, η 96χρονη τότε αδερφή του γερόντισσα Φωτώ Χατζημιχάλη-Βερτουμή.
Ο Θεόφιλος ντυνότανε και ζωγραφιζότανε παλιατζίδικα, αρχαίος Μακεδόνας, Μεγαλέξαντρος, με θώρακα, περικεφαλαία, ασπίδα, κοντάρι, σπάθα, περικνημίδες, όπως στο Θέατρο Σκιών, στο έργο "Ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι". Ζωγράφιζε τους μπουλουκτσήδες "ηθοποιούς", τα πρόσωπα, τα ρούχα και τ' αντικείμενα που βαστούσανε Μακεδόνες πολεμιστές, ντενεκεδένιους θώρακες, περικεφαλαίες με λοφία, φούντες από φτερά, κοντάρια κι ασπίδες, που πάνω τους ιστορούσε αετό, κι όπως λέγει το δημοτικό τραγούδι για το γαμψώνυχο αρπαχτικό πουλί "κατέβει αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του". Με βαμμένα φτερά ζωγράφιζε τον αετό πάνω στις ασπίδες. Όλος ο "θίασος" ήτανε ζωγραφικός λαϊκός πίνακας.
Κι όπως αφηγείται η "Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου", "ότε εσμίχθησαν τα φουσάτα, και εκτυπήθησαν με τα κοντάρια, έσυρεν άνεμος, ασηκώνοντας τον κονιορτόν τόσον, οπού ο Ήλιος εσκοτίνιασε, και ο κτύπος των κονταρίων ηκούετο εις πολύν τόπον. Αυτήν την ώραν δεν εγνωρίζετο τις είναι Πέρσης, Ινδός ή Μακεδών. Έσυρναν τα σπαθιά τους οι Μακεδόνες ωσάν οι καλοί θερισταί εις τον καιρόν του θέρους εις δασέα χωράφια, κατασφάζοντας πολλούς εκείνην την ημέραν. Ωσάν ενύκτωσεν, εφοβήθησαν οι Ινδοί και οι Πέρσαι, και άρχισαν να φεύγουν την αυγήν όμως πάλιν ήλθαν εις τον πόλεμον. Όταν τους είδεν ο Αλέξανδρος, δεν ημπόρεσε να βαστάξη, μόνον ορμώντες εις το στράτευμα της Ινδίας με το τάγμα του εκατόν χιλιάδες, οπού ήσαν όλοι διαλεκτοί, έκαμε μεγάλους φόνους και πολλούς. Οι Ινδοί ωσάν είδαν τον Αλέξανδρον, ευθύς ετράπησαν εις φυγήν".
Στις παραστάσεις στους δρόμους και στις πλατείες παρουσιάζανε ψευτομάχες, κονταροχτυπήματα και παρελάσεις. Το μπουλούκι χωριζότανε σε δύο τσούρμα κι αρχίζανε τα κονταροχτυπήματα με τα κοντάρια και τα σπαθιά τους. Ο Θεόφιλος φώναζε "άλα παιδιά", κι αυτά πηδούσανε με μεγάλα σάλτα σα να χορεύανε. Κουνούσανε ψηλά τα σπαθιά και τα κοντάρια και φωνάζανε "γιούργιαααα". Μετά την παράσταση στους δρόμους, ο Θεόφιλος με το μπουλούκι του φωτογραφιζότανε και τις φωτογραφίες τις πούλαγε σαν κάρτες, καθότι "η πενία τέχνας κατεργάζεται".
Το λαϊκό αποκριάτικο δρώμενο είχε ψήγματα αρχαίου "Διθύραμβου" (ενθουσιαστικό ποίημα προς τιμή του Διόνυσου), όπως τον περιγράφει στην "Ποιητική" του ο Αριστοτέλης, απ' όπου γεννήθηκε η αρχαία τραγωδία. Ο διθύραμβος ήτανε βακχικό τραγούδι αρχικά, που συνοδευόταν από αυλό. Στο λαϊκό δρώμενο ο Θεόφιλος, αντί για αυλό, έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε. Ζωγράφιζε ακόμα τον Μεγαλέξαντρο να μπαίνει μέσα στους εχθρούς με το άλογό του Βουκεφάλα καβάλα και μετο σπαθί του.
Κάτι μου είπε η αδερφή του Θεόφιλου για Καραγκιόζη στις λαϊκές παραστάσεις, που γελούσε ο κόσμος, αλλά δεν κατάλαβα ξεκάθαρα. Όμως, καθώς ξέρω, τον Μεγαλέξαντρο απομυθοποίησε το Θέατρο Σκιών, στη θρυλική παράσταση "Ο Καραγκιόζης, ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι".
Του αφαίρεσε την αίγλη, τη λάμψη, την ακτινοβολία, τη δόξα και τη γοητεία που του έδωσε η μυθοποίηση, πριν από το 1900, όταν ο καλύτερος από τους Ηπειρώτες καραγκιοζοπαίχτες Βασίλης Λιάκος ή Πρεβεζάνος διέδωσε τους θρυλικούς ήρωες Μακεδόνες, τον Μεγαλέξαντρο και τον Αντίοχο, με τις σχετικές παραστάσεις. Είχε δυνατή φωνή, τραγουδούσε περίφημα κι έπαιζε βιολί. Στην αρχή δούλεψε βοηθός στον αξεπέραστο καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρο.
Στον Καραγκιόζη ο Αλέξανδρος ο Μακεδών γίνεται ο "Αλέξης με τα κυδώνια". Καθώς βγαίνει στην πάνα, τον βλέπει ο Καραγκιόζης και λέει:
Καραγκιόζης: Από πού έρχεται; Ολόκληρα σίδερα πάνω του, παλιατζής είναι; Παράξενος άνθρωπος. Όλο σίδερα είναι. Κύριος, κύριος!
Μεγαλέξαντρος: Ποιος είναι;
Καρ.: Χαίρετε, χαίρετε, χαίρετε. Δε μου λες, ψαράς είσαι;
Μεγ.: Πού το εκατάλαβες ότι είμαι ψαράς;
Καρ.: Αυτό που βαστάς στο χέρι σου καμάκι είναι και καμακώνεις χταπόδια;
Μεγ.: Αυτό το οποίο βλέπεις ονομάζεται κοντάρι.
Καρ.: Κι αυτά τα σίδερα που έχεις στο στήθος σου κρεμασμένα, τι είναι;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται θώρακας, που φορώ όταν πολεμώ.
Καρ.: Τον έπιασε ο κόρακας απ' το λαιμό. Αυτό το στρογγυλό που βαστάς στο χέρι, τι είναι;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται ασπίδα. Και την κρατώ στη μάχη για να προστατεύω τον εαυτό μου από τα χτυπήματα.
Καρ.: Και κείνο κει πάνω; Τι σόι καπέλο είναι αυτό που φοράς, καημένε;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται περικεφαλαία.
Καρ.: Τώρα κατάλαβα! Αυτό είναι που λέει η παροιμία "βλάκας με περικεφαλαία".
Μεγ.: Δε σε ρώτησα όμως, πώς σε λένε;
Καρ.: Καραγκιόζη, εσένα πώς σε λένε;
Μεγ.: Τ' όνομά μου είναι Αλέξανδρος Μακεδών.
Καρ.: Και που έχεις το μανάβικο που πουλάς τα κυδώνια;
Μεγ.: Δεν πουλώ κυδώνια. Τ' όνομά μου είναι Αλέξανδρος Μακεδών.
Καρ.: Α! Εσύ 'σαι ο Αλέξης με τα κυδώνια. Ο Μεγαλέξαντρος.
Μεγ.: Εγώ είμαι, Καραγκιόζη, ο Μέγας Αλέξανδρος.
Καρ.: Και για πού πας από δω, βρε Αλέξαντρε;
Μεγ.: Ήμουν περαστικός στην πολιτεία σας, κι άκουσα τον τελάλη που έλεγε γι' αυτό το μεγάλο φίδι, που κατασπαράζει τους ανθρώπους κι έχει προκαλέσει πανικό στην πόλη σας. Μόλις το άκουσα πήρα την απόφαση να έρθω να το πολεμήσω, να το νικήσω και να σας γλιτώσω από την απειλή του.
Καρ.: Άκουσε, Αλέξαντρε, τι έχει να σου πει ο Καραγκιόζης. Ξέρεις πόσοι ήρθαν εδώ να σκοτώσουνε το φίδι; Κανένας δεν τα κατάφερε. Όλους τους έφαγε. Γι' αυτό είναι κρίμα να σταθείς, να το πολεμήσεις και να χάσεις τη ζωή σου. Και είσαι νέος. Συνέχισε το δρόμο σου, γιατί θα φάει κι εσένα.
Μεγ.: Σ' ευχαριστώ για τη συμβουλή σου, Καραγκιόζη, αλλά είναι αργά, έχω πάρει την απόφασή μου.
Καρ.: Να τα μας. Δηλαδή, με το ζόρι θέλεις να σε φάει το φίδι;
Μεγ.: Δε θα με φάει, Καραγκιόζη. Μόνο πες μου, από πού βγαίνει.
Βγαίνει το φίδι από τη σπηλιά, γίνεται το κονταροχτύπημα, ο Μεγαλέξαντρος το σκοτώνει με βοήθεια από τον Καραγκιόζη, κι ακολουθεί πανηγύρι.
Στις λαϊκές παραστάσεις, στο Θέατρο Σκιών, για να γελά ο κόσμος, ο Καραγκιόζης τα γελοιοποιεί, τα ισοπεδώνει, τα γκρεμίζει όλα. Απομυθοποιεί τίτλους, αξιώματα, ηγεμόνες. Έτσι γίνεται και με τον Μεγαλέξαντρο.
Ο Θεόφιλος ντυνότανε και ζωγραφιζότανε παλιατζίδικα, αρχαίος Μακεδόνας, Μεγαλέξαντρος, με θώρακα, περικεφαλαία, ασπίδα, κοντάρι, σπάθα, περικνημίδες, όπως στο Θέατρο Σκιών, στο έργο "Ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι". Ζωγράφιζε τους μπουλουκτσήδες "ηθοποιούς", τα πρόσωπα, τα ρούχα και τ' αντικείμενα που βαστούσανε Μακεδόνες πολεμιστές, ντενεκεδένιους θώρακες, περικεφαλαίες με λοφία, φούντες από φτερά, κοντάρια κι ασπίδες, που πάνω τους ιστορούσε αετό, κι όπως λέγει το δημοτικό τραγούδι για το γαμψώνυχο αρπαχτικό πουλί "κατέβει αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του". Με βαμμένα φτερά ζωγράφιζε τον αετό πάνω στις ασπίδες. Όλος ο "θίασος" ήτανε ζωγραφικός λαϊκός πίνακας.
Κι όπως αφηγείται η "Φυλλάδα του Μεγαλέξαντρου", "ότε εσμίχθησαν τα φουσάτα, και εκτυπήθησαν με τα κοντάρια, έσυρεν άνεμος, ασηκώνοντας τον κονιορτόν τόσον, οπού ο Ήλιος εσκοτίνιασε, και ο κτύπος των κονταρίων ηκούετο εις πολύν τόπον. Αυτήν την ώραν δεν εγνωρίζετο τις είναι Πέρσης, Ινδός ή Μακεδών. Έσυρναν τα σπαθιά τους οι Μακεδόνες ωσάν οι καλοί θερισταί εις τον καιρόν του θέρους εις δασέα χωράφια, κατασφάζοντας πολλούς εκείνην την ημέραν. Ωσάν ενύκτωσεν, εφοβήθησαν οι Ινδοί και οι Πέρσαι, και άρχισαν να φεύγουν την αυγήν όμως πάλιν ήλθαν εις τον πόλεμον. Όταν τους είδεν ο Αλέξανδρος, δεν ημπόρεσε να βαστάξη, μόνον ορμώντες εις το στράτευμα της Ινδίας με το τάγμα του εκατόν χιλιάδες, οπού ήσαν όλοι διαλεκτοί, έκαμε μεγάλους φόνους και πολλούς. Οι Ινδοί ωσάν είδαν τον Αλέξανδρον, ευθύς ετράπησαν εις φυγήν".
Στις παραστάσεις στους δρόμους και στις πλατείες παρουσιάζανε ψευτομάχες, κονταροχτυπήματα και παρελάσεις. Το μπουλούκι χωριζότανε σε δύο τσούρμα κι αρχίζανε τα κονταροχτυπήματα με τα κοντάρια και τα σπαθιά τους. Ο Θεόφιλος φώναζε "άλα παιδιά", κι αυτά πηδούσανε με μεγάλα σάλτα σα να χορεύανε. Κουνούσανε ψηλά τα σπαθιά και τα κοντάρια και φωνάζανε "γιούργιαααα". Μετά την παράσταση στους δρόμους, ο Θεόφιλος με το μπουλούκι του φωτογραφιζότανε και τις φωτογραφίες τις πούλαγε σαν κάρτες, καθότι "η πενία τέχνας κατεργάζεται".
Το λαϊκό αποκριάτικο δρώμενο είχε ψήγματα αρχαίου "Διθύραμβου" (ενθουσιαστικό ποίημα προς τιμή του Διόνυσου), όπως τον περιγράφει στην "Ποιητική" του ο Αριστοτέλης, απ' όπου γεννήθηκε η αρχαία τραγωδία. Ο διθύραμβος ήτανε βακχικό τραγούδι αρχικά, που συνοδευόταν από αυλό. Στο λαϊκό δρώμενο ο Θεόφιλος, αντί για αυλό, έπαιζε φυσαρμόνικα και τραγουδούσε. Ζωγράφιζε ακόμα τον Μεγαλέξαντρο να μπαίνει μέσα στους εχθρούς με το άλογό του Βουκεφάλα καβάλα και μετο σπαθί του.
Κάτι μου είπε η αδερφή του Θεόφιλου για Καραγκιόζη στις λαϊκές παραστάσεις, που γελούσε ο κόσμος, αλλά δεν κατάλαβα ξεκάθαρα. Όμως, καθώς ξέρω, τον Μεγαλέξαντρο απομυθοποίησε το Θέατρο Σκιών, στη θρυλική παράσταση "Ο Καραγκιόζης, ο Μεγαλέξαντρος και το καταραμένο φίδι".
Του αφαίρεσε την αίγλη, τη λάμψη, την ακτινοβολία, τη δόξα και τη γοητεία που του έδωσε η μυθοποίηση, πριν από το 1900, όταν ο καλύτερος από τους Ηπειρώτες καραγκιοζοπαίχτες Βασίλης Λιάκος ή Πρεβεζάνος διέδωσε τους θρυλικούς ήρωες Μακεδόνες, τον Μεγαλέξαντρο και τον Αντίοχο, με τις σχετικές παραστάσεις. Είχε δυνατή φωνή, τραγουδούσε περίφημα κι έπαιζε βιολί. Στην αρχή δούλεψε βοηθός στον αξεπέραστο καραγκιοζοπαίχτη Μίμαρο.
Στον Καραγκιόζη ο Αλέξανδρος ο Μακεδών γίνεται ο "Αλέξης με τα κυδώνια". Καθώς βγαίνει στην πάνα, τον βλέπει ο Καραγκιόζης και λέει:
Καραγκιόζης: Από πού έρχεται; Ολόκληρα σίδερα πάνω του, παλιατζής είναι; Παράξενος άνθρωπος. Όλο σίδερα είναι. Κύριος, κύριος!
Μεγαλέξαντρος: Ποιος είναι;
Καρ.: Χαίρετε, χαίρετε, χαίρετε. Δε μου λες, ψαράς είσαι;
Μεγ.: Πού το εκατάλαβες ότι είμαι ψαράς;
Καρ.: Αυτό που βαστάς στο χέρι σου καμάκι είναι και καμακώνεις χταπόδια;
Μεγ.: Αυτό το οποίο βλέπεις ονομάζεται κοντάρι.
Καρ.: Κι αυτά τα σίδερα που έχεις στο στήθος σου κρεμασμένα, τι είναι;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται θώρακας, που φορώ όταν πολεμώ.
Καρ.: Τον έπιασε ο κόρακας απ' το λαιμό. Αυτό το στρογγυλό που βαστάς στο χέρι, τι είναι;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται ασπίδα. Και την κρατώ στη μάχη για να προστατεύω τον εαυτό μου από τα χτυπήματα.
Καρ.: Και κείνο κει πάνω; Τι σόι καπέλο είναι αυτό που φοράς, καημένε;
Μεγ.: Αυτό ονομάζεται περικεφαλαία.
Καρ.: Τώρα κατάλαβα! Αυτό είναι που λέει η παροιμία "βλάκας με περικεφαλαία".
Μεγ.: Δε σε ρώτησα όμως, πώς σε λένε;
Καρ.: Καραγκιόζη, εσένα πώς σε λένε;
Μεγ.: Τ' όνομά μου είναι Αλέξανδρος Μακεδών.
Καρ.: Και που έχεις το μανάβικο που πουλάς τα κυδώνια;
Μεγ.: Δεν πουλώ κυδώνια. Τ' όνομά μου είναι Αλέξανδρος Μακεδών.
Καρ.: Α! Εσύ 'σαι ο Αλέξης με τα κυδώνια. Ο Μεγαλέξαντρος.
Μεγ.: Εγώ είμαι, Καραγκιόζη, ο Μέγας Αλέξανδρος.
Καρ.: Και για πού πας από δω, βρε Αλέξαντρε;
Μεγ.: Ήμουν περαστικός στην πολιτεία σας, κι άκουσα τον τελάλη που έλεγε γι' αυτό το μεγάλο φίδι, που κατασπαράζει τους ανθρώπους κι έχει προκαλέσει πανικό στην πόλη σας. Μόλις το άκουσα πήρα την απόφαση να έρθω να το πολεμήσω, να το νικήσω και να σας γλιτώσω από την απειλή του.
Καρ.: Άκουσε, Αλέξαντρε, τι έχει να σου πει ο Καραγκιόζης. Ξέρεις πόσοι ήρθαν εδώ να σκοτώσουνε το φίδι; Κανένας δεν τα κατάφερε. Όλους τους έφαγε. Γι' αυτό είναι κρίμα να σταθείς, να το πολεμήσεις και να χάσεις τη ζωή σου. Και είσαι νέος. Συνέχισε το δρόμο σου, γιατί θα φάει κι εσένα.
Μεγ.: Σ' ευχαριστώ για τη συμβουλή σου, Καραγκιόζη, αλλά είναι αργά, έχω πάρει την απόφασή μου.
Καρ.: Να τα μας. Δηλαδή, με το ζόρι θέλεις να σε φάει το φίδι;
Μεγ.: Δε θα με φάει, Καραγκιόζη. Μόνο πες μου, από πού βγαίνει.
Βγαίνει το φίδι από τη σπηλιά, γίνεται το κονταροχτύπημα, ο Μεγαλέξαντρος το σκοτώνει με βοήθεια από τον Καραγκιόζη, κι ακολουθεί πανηγύρι.
Στις λαϊκές παραστάσεις, στο Θέατρο Σκιών, για να γελά ο κόσμος, ο Καραγκιόζης τα γελοιοποιεί, τα ισοπεδώνει, τα γκρεμίζει όλα. Απομυθοποιεί τίτλους, αξιώματα, ηγεμόνες. Έτσι γίνεται και με τον Μεγαλέξαντρο.
.-.-.-.-.-.-.-.-.-.
* Ο Θεόφιλος μεταμφιεσμένος ως Μέγας Αλέξανδρος, του Γιάννη Τσαρούχη. 1968, Μυτιλήνη, λάδι, από την συλλογή του Στρατή Ελευθεριάδη
Ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων
Για να είμαι ειλικρινής, το πραγματικό “σώμα” του Αλέξανδρου το ανακάλυψα σ’ εκείνο τον πίνακα του Τσαρούχη που απεικονίζει τον Θεόφιλο (σε φωτογραφία εποχής) ντυμένο με μια αυτοσχέδια ψευδο-μπαρόκ, στολή, αντίγραφο ενδεχομένως της αρματωσιάς που φορούσαν τα πρόσωπα του “βωβού σκηνικού” στους περιοδεύοντες θιάσους όπερας του 19ου αιώνα.(βλ. επίσης το σχετικό λήμμα από Ε. Ματθιόπουλο στον κατάλογο της έκθεσης, ”Ο Μέγας Αλέξανδρος στην Ευρωπαική Τέχνη”). Ο Θεόφιλος ταυτισμένος με τον Αλέξανδρο, κρατώντας ακόντιο, ξίφος και μια ασπίδα, η οποία στην ελλειπτικά σχεδιασμένη τελικής της εκδοχή μοιάζει να λειτουργεί σαν τυφλό κάτοπτρο. Ο Θεόφιλος-Αλέξανδρος, τραγικός και ταυτόχρονα αφοπλιστικά αφελής, αλλόκοτα παγιδευμένος στις ξεθωριασμένες μνήμες του, αλλά ζωντανός και προπαντός οικείος. Δεν είναι ένας νεοέλληνας Αλέξανδρος αλλά ο Μέγας Αλέξανδρος των Νεοελλήνων.Σχόλιο της κυρίας Νίκης Λοϊζίδη , καθηγήτριας της Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για τον πίνακα του Τσαρούχη (To Βήμα, 18 Ιαν. 1998, πηγή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου