σκίτσο του Ηλία Μακρή από την Καθημερινή |
από την Αυγή
Θα πρέπει να είναι κανείς σοβαρά διαταραγμένος -με όποια ιδεολογική εμμονή κι αν καλύπτει τη διαταραχή του- για να μην αισθάνεται συγκλονισμένος από τον θάνατο των δύο νεαρών αστυνομικών. Οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να εκπληρώσουν αυτό που (θα έπρεπε να) είναι το κατ’ εξοχήν καθήκον της αστυνομίας: να συλλάβουν μια ομάδα ένοπλων ληστών που αποδείχτηκαν με τραγικό τρόπο και αδίστακτοι δολοφόνοι.
Ακούμε με αφορμή την τραγωδία ότι μια κοινωνία κρίνεται από το αν είναι σε θέση να προστατεύει τα μέλη της και μέλη της είναι φυσικά και οι εργαζόμενοι αστυνομικοί. Σωστό. Και είναι κακό μαντάτο η υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής στις μέρες μας. Αν υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι για μια χούφτα ευρώ να σκοτώσουν, τότε μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα - χτυπάει για σένα. Κι αν δυο παιδιά σκοτώνονται γιατί μπαίνουν ανάμεσα σε σένα και στους δολοφόνους, τότε η δολοφονία τους αφορά και σένα.
Μια κοινωνία όμως κρίνεται και από το πώς οργίζεται και πενθεί για την τραγωδία. Και οι τηλεοπτικοί καβγάδες των συνδικαλιστών συναδέλφων των θυμάτων, οι υποκριτικοί θρήνοι για τη γυμνή και απροστάτευτη αστυνομία, οι κραυγές για χωρίς όρια παράδοση στην αστυνόμευση, η ξέφρενη προπαγάνδα για εκπτώσεις -σε τιμή αίματος- στα δικαιώματα του πολίτη εν ονόματι των δικαιωμάτων της αστυνομίας, συγνώμη, αλλά μάλλον εκμετάλλευση παρά συνείδηση της τραγωδίας δείχνουν. Μάλλον ως ευκαιρία είδαν ορισμένοι το φονικό…
Δεν είναι φυσικά δυνατό να αποφύγει κανείς τη συζήτηση για τα πώς και τα γιατί. Ο ρόλος της αστυνομίας, η απόσπασή της σε καθήκοντα ξένα με τη δίωξη του εγκλήματος, ιδίως του οργανωμένου, η εκπαίδευση των αστυνομικών, η αμοιβή τους και άλλα πολύ σοβαρά θέματα έρχονται και πάλι στην επιφάνεια. Όπως και η καχυποψία στις σχέσεις αστυνομίας και κοινωνίας - μια καχυποψία που δεν αντιμετωπίζεται με κατάρες και αφορισμούς, αφήνοντας στην άκρη τις ευθύνες της πολιτικής εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μεταχειρίζεται τους αστυνομικούς.
Αλλά ρητορείες, καβγάδες, διαξιφισμοί μεταξύ κατά καιρούς «πολιτικών προϊσταμένων», καταπλάσματα για βλακώδη και απολίτικα συνθήματα κατά των αστυνομικών σε διαδηλώσεις, τι είδους συζήτηση αποτελούν; Και τι είδους σοβαρότητα δείχνουν μπροστά στα φέρετρα; Δεν είναι καλύτερη η σιωπή από τον ορυμαγδό αυτό των τεθλιμμένων;
Θα πρέπει να είναι κανείς σοβαρά διαταραγμένος -με όποια ιδεολογική εμμονή κι αν καλύπτει τη διαταραχή του- για να μην αισθάνεται συγκλονισμένος από τον θάνατο των δύο νεαρών αστυνομικών. Οι οποίοι έχασαν τη ζωή τους προσπαθώντας να εκπληρώσουν αυτό που (θα έπρεπε να) είναι το κατ’ εξοχήν καθήκον της αστυνομίας: να συλλάβουν μια ομάδα ένοπλων ληστών που αποδείχτηκαν με τραγικό τρόπο και αδίστακτοι δολοφόνοι.
Ακούμε με αφορμή την τραγωδία ότι μια κοινωνία κρίνεται από το αν είναι σε θέση να προστατεύει τα μέλη της και μέλη της είναι φυσικά και οι εργαζόμενοι αστυνομικοί. Σωστό. Και είναι κακό μαντάτο η υποτίμηση της ανθρώπινης ζωής στις μέρες μας. Αν υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι για μια χούφτα ευρώ να σκοτώσουν, τότε μη ρωτάς για ποιον χτυπά η καμπάνα - χτυπάει για σένα. Κι αν δυο παιδιά σκοτώνονται γιατί μπαίνουν ανάμεσα σε σένα και στους δολοφόνους, τότε η δολοφονία τους αφορά και σένα.
Μια κοινωνία όμως κρίνεται και από το πώς οργίζεται και πενθεί για την τραγωδία. Και οι τηλεοπτικοί καβγάδες των συνδικαλιστών συναδέλφων των θυμάτων, οι υποκριτικοί θρήνοι για τη γυμνή και απροστάτευτη αστυνομία, οι κραυγές για χωρίς όρια παράδοση στην αστυνόμευση, η ξέφρενη προπαγάνδα για εκπτώσεις -σε τιμή αίματος- στα δικαιώματα του πολίτη εν ονόματι των δικαιωμάτων της αστυνομίας, συγνώμη, αλλά μάλλον εκμετάλλευση παρά συνείδηση της τραγωδίας δείχνουν. Μάλλον ως ευκαιρία είδαν ορισμένοι το φονικό…
Δεν είναι φυσικά δυνατό να αποφύγει κανείς τη συζήτηση για τα πώς και τα γιατί. Ο ρόλος της αστυνομίας, η απόσπασή της σε καθήκοντα ξένα με τη δίωξη του εγκλήματος, ιδίως του οργανωμένου, η εκπαίδευση των αστυνομικών, η αμοιβή τους και άλλα πολύ σοβαρά θέματα έρχονται και πάλι στην επιφάνεια. Όπως και η καχυποψία στις σχέσεις αστυνομίας και κοινωνίας - μια καχυποψία που δεν αντιμετωπίζεται με κατάρες και αφορισμούς, αφήνοντας στην άκρη τις ευθύνες της πολιτικής εξουσίας και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μεταχειρίζεται τους αστυνομικούς.
Αλλά ρητορείες, καβγάδες, διαξιφισμοί μεταξύ κατά καιρούς «πολιτικών προϊσταμένων», καταπλάσματα για βλακώδη και απολίτικα συνθήματα κατά των αστυνομικών σε διαδηλώσεις, τι είδους συζήτηση αποτελούν; Και τι είδους σοβαρότητα δείχνουν μπροστά στα φέρετρα; Δεν είναι καλύτερη η σιωπή από τον ορυμαγδό αυτό των τεθλιμμένων;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου