Συσσίτιο προσφύγων, Επάνω Σκάλα Μυτιλήνης |
από τα "Ενθέματα"
Στέκομαι πλάι στο άγαλμα της μικρασιάτισσας Μάνας, στην Επάνω Σκάλα της Μυτιλήνης. Τη γειτονιά των προσφύγων. Κοιτώ τη φουρτουνιασμένη θάλασσα. Σφαλώ τα μάτια και βλέπω τα καΐκια και τις βάρκες κατάφορτα με πρόσφυγες του 1914, του 1922. Πολλές οι μάνες με τα παιδιά τους, γιατί οι άντρες έμειναν πίσω, είτε για να φροντίσουν την περιουσία, είτε απ’ το κυνηγητό και το λεπίδι. Στο γύρισμα της Ιστορίας δεν μπορείς να κάμεις σωστό υπολογισμό, να κρίνεις κατά πού πρέπει. Χωρίζεις την οικογένεια, τα υπάρχοντα. Κάποιοι να σωθούν, ώστε να βοηθήσουν, αν γίνει μπορετό τους άλλους. Αυτούς που μένουν πίσω και περιμένουν.
Στήθηκαν παράγκες και σκηνές, στις αυλές των σχολειών, στα τζαμιά, στις αλάνες. Φτιάχτηκαν υπαίθρια κουζινιά, στήθηκαν νοικοκυριά. Μια παράγκα ή ένα δωμάτιο έγινε το νέο σπίτι. Έπρεπε να τα χωρέσει όλα. Οι πιο τυχεροί εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των Τούρκων που έφυγαν. Ανταλλαγή ονομάστηκε. Λες κι επρόκειτο για ζώα ή για παιχνίδια παιδιών. Δημιουργήθηκαν συσσίτια, από Επιτροπές βοήθειας ντόπιων, Συνδέσμους Κυριών, Συλλόγους παροχής εργασίας και υπηρεσιών. Δόθηκαν επιδόματα, αποζημιώσεις για να σταθούν στα πόδια τους οι πρόσφυγες.
Σιγά-σιγά άρχισαν να κάνουν κάποια μεροκάματα, στις δουλειές που δεν έκαναν οι ντόπιοι. Φθηνά χέρια για τα βυρσοδεψεία, τα ελαιοτριβεία, τα σαπωνοποιεία, τη γη, τη θάλασσα. Ν’ ανοίγουν μικρομάγαζα, με το πρώτο περίσσευμα και την τέχνη τους. Από κοντά κι η ζητιανιά, η αλητεία, η πορνεία, η κλεψιά. Όλοι μαζί, νοικοκύρηδες και παρακατιανοί, επιστήμονες και πόρνες. Όπως σε κάθε ζωντανή κοινωνία.
Άνοιξαν σπίτια και δέχτηκαν κόσμο κατατρεγμένο, με φοβισμένο μάτι. Ήταν τ’ αδέρφια μας. Σφάλισαν παντζούρια κατάμουτρα, κυνηγήθηκαν, οι τουρκόσποροι είπαν. Κάπως έτσι μπήκαν τα όρια. Άυλα, νοερά, στο νου, στις προσταγές και στα απαγορεύεται. Από δω η πόλη, το χωριό. Από κει ο Συνοικισμός, τα προσφυγικά. Το καλό και το κακό κι ανάμεσά τους το σύνορο.
Όμορφα είναι όταν εξετάζεις τα γεγονότα από τη μεγάλη απόσταση του ενός αιώνα. Και τότε υπήρχαν φωνές σωφροσύνης, που μάλλον θα κατηγορήθηκαν ως ανατρεπτικές και περιθωριακές. Η εφημερίδα Σάλπιγξ, της Λέσβου, προτρέπει στις 1.6.1914:
«Ανοίξατε, ω πλούσιοι κι αβροδίαιτοι Μυτιληναίοι τα μέγαρά σας και τας επαύλεις σας τας μεγαλοπρεπείς και στεγάσετε τον διωκόμενο ελληνισμό της Μικράς Ασίας, ο οποίος είναι σαρξ εκ της σαρκός σας και οστούν εκ των οστέων σας. […] Δότε στέγην εις αυτούς, αφού δεν βλέπομεν να δίδετε τίποτε άλλο. Είναι θηριωδία να κοιμώνται τόσοι εις το ύπαιθρον, ενώ μένουσιν κλεισταί τόσαι εξοχικαί οικίαι. Άραγε περιμένομεν να τας ανοίξη ο λαός θραύων τας θύρας;».
Αλλά και απάνθρωπες απόψεις, όπως αυτή του Γενικού Διοικητή Λέσβου τον Αύγουστο του ’22:
«Καλά ας κάθονται αυτού, δεν θα δημιουργήσουμε εκ δευτέρου προσφυγικόν ζήτημα».
Έτσι έμειναν «αυτού», στα παράλια της Μικράς Ασίας, νεκροί, χιλιάδες Μικρασιάτες γιατί δεν πρόστρεξαν πλεούμενα για βοήθεια.
Έπεσε λίγο ο αέρας. Τώρα θα ξεμυτίσουν από το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού τα λογής-λογής πλεούμενα, γεμάτα απόκληρους του 21ου αιώνα. Όσοι φτάνουν στα μυτιληνιά ακρογιάλια νομίζουν ότι είναι στον Παράδεισο του νου τους, στην Ευρώπη. Εξάλλου σ’ όποιο δημόσιο κτίριο κι αν τους πάνε θα δούνε την πολυάστερο σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως από δω πρέπει να γίνει το νέο ταξίδι. Χρειάζεται ένα χαρτί με στρογγυλή σφραγίδα. Να μαζευτούν λεφτά, είτε πουλώντας μικροαντικείμενα, είτε ζητιανεύοντας έξω από τα πολυκαταστήματα. Το χωνευτήρι της Αθήνας είναι ο επόμενος προορισμός. Εμείς, ως νήσος των Μακάρων, τους δεχτήκαμε ή τους ανεχτήκαμε. Δε γινόταν κι αλλιώς. Τα κύματα τους έφεραν στ’ ακρογιάλι της Σαπφούς, κατά που λέει κι ο ποιητής. Η ίδια όμως η ποιήτρια εξορίστηκε ως πολιτική πρόσφυγας και πέθανε στη ξενιτιά, μακριά απ’ την πατρίδα της.
Στο γύρισμα του νέου αιώνα, στα ίδια μέρη, στα ίδια νερά, γράφεται η συνέχεια της μεταναστευτικής πορείας του ανθρώπου. Με διαλυμένα πλεούμενα, σαπιόβαρκες, ξύλινες, πλαστικές, φουσκωτά,. Γεμάτα ως τα πάνω, νέοι επιβάτες. Όχι πρόσφυγες, αλλά οικονομικοί μετανάστες ηπιότερα, λαθρομετανάστες το συνηθέστερο. Διχασμένοι οι άνθρωποι της καθημερινότητας. Ο άγνωστος, ο φόβος του άλλου, του ξένου. Οι μαυριδεροί, οι Ασιάτες είναι διαφορετικοί είναι αλλιώτικοι.
Αλλιώτικοι ήταν κάποτε κι οι Μικρασιάτες. Αλλιώτικοι ήταν, ως τα πρόσφατα χρόνια, κι οι Αλβανοί, αλλιώτικοι κι οι Έλληνες της Αμερικής. Έκαναν του κόσμου τις δουλειές, φτηνά, χωρίς πολλές κουβέντες. Ήρθε όμως η ώρα της αλλαγής. Σαν το ποδόσφαιρο ή τις αρχαίες αρένες. Νέοι κατατρεγμένοι. Πάντοτε με τα ίδια βρεγμένα όνειρα να βγαίνουν σ’ ένα ακρογιάλι, κι από κει σ’ άλλο νησί, στη χώρα της καλύτερης ζωής.
Όμως, μερικές φορές, το όνειρο, σταματά στη μέση της θάλασσας, σε μια άγνωστη ακτή, σ’ ένα θάλαμο αναμονής φιλάνθρωπων. Και επιστρέφουν στη γη, γίνονται χους σε μια ξένη χώρα, σε μια γειτονιά που δεν γνώρισαν. Είναι οι Αφανείς του συνοικιακού νεκροταφείου.
Έπεσε λίγο ο αέρας. Τώρα θα ξεμυτίσουν από το μπουγάζι τ’ Αϊβαλιού τα λογής-λογής πλεούμενα, γεμάτα απόκληρους του 21ου αιώνα. Όσοι φτάνουν στα μυτιληνιά ακρογιάλια νομίζουν ότι είναι στον Παράδεισο του νου τους, στην Ευρώπη. Εξάλλου σ’ όποιο δημόσιο κτίριο κι αν τους πάνε θα δούνε την πολυάστερο σημαία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όμως από δω πρέπει να γίνει το νέο ταξίδι. Χρειάζεται ένα χαρτί με στρογγυλή σφραγίδα. Να μαζευτούν λεφτά, είτε πουλώντας μικροαντικείμενα, είτε ζητιανεύοντας έξω από τα πολυκαταστήματα. Το χωνευτήρι της Αθήνας είναι ο επόμενος προορισμός. Εμείς, ως νήσος των Μακάρων, τους δεχτήκαμε ή τους ανεχτήκαμε. Δε γινόταν κι αλλιώς. Τα κύματα τους έφεραν στ’ ακρογιάλι της Σαπφούς, κατά που λέει κι ο ποιητής. Η ίδια όμως η ποιήτρια εξορίστηκε ως πολιτική πρόσφυγας και πέθανε στη ξενιτιά, μακριά απ’ την πατρίδα της.
Στο γύρισμα του νέου αιώνα, στα ίδια μέρη, στα ίδια νερά, γράφεται η συνέχεια της μεταναστευτικής πορείας του ανθρώπου. Με διαλυμένα πλεούμενα, σαπιόβαρκες, ξύλινες, πλαστικές, φουσκωτά,. Γεμάτα ως τα πάνω, νέοι επιβάτες. Όχι πρόσφυγες, αλλά οικονομικοί μετανάστες ηπιότερα, λαθρομετανάστες το συνηθέστερο. Διχασμένοι οι άνθρωποι της καθημερινότητας. Ο άγνωστος, ο φόβος του άλλου, του ξένου. Οι μαυριδεροί, οι Ασιάτες είναι διαφορετικοί είναι αλλιώτικοι.
Αλλιώτικοι ήταν κάποτε κι οι Μικρασιάτες. Αλλιώτικοι ήταν, ως τα πρόσφατα χρόνια, κι οι Αλβανοί, αλλιώτικοι κι οι Έλληνες της Αμερικής. Έκαναν του κόσμου τις δουλειές, φτηνά, χωρίς πολλές κουβέντες. Ήρθε όμως η ώρα της αλλαγής. Σαν το ποδόσφαιρο ή τις αρχαίες αρένες. Νέοι κατατρεγμένοι. Πάντοτε με τα ίδια βρεγμένα όνειρα να βγαίνουν σ’ ένα ακρογιάλι, κι από κει σ’ άλλο νησί, στη χώρα της καλύτερης ζωής.
Όμως, μερικές φορές, το όνειρο, σταματά στη μέση της θάλασσας, σε μια άγνωστη ακτή, σ’ ένα θάλαμο αναμονής φιλάνθρωπων. Και επιστρέφουν στη γη, γίνονται χους σε μια ξένη χώρα, σε μια γειτονιά που δεν γνώρισαν. Είναι οι Αφανείς του συνοικιακού νεκροταφείου.
Τάφος άγνωστου μετανάστη, με τη φράση «Αφανός», που στη συνέχεια κάποιος, προσθέτοντας ένα γάμα, διόρθωσε σε «ΑφΓανός». Φωτογραφία του Μπάμπη Στυλιανίδη, 2007. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου