Αντιμοναρχική αφίσα του Αλέξη Κυριτσόπουλου, για το δημοψήφισμα της 8.12.1974 (Γιάννης Καραχάλιος, «Ελληνικές αφίσες», Κέδρος, Αθήνα 2004). |
από τα "Ενθέματα"
της Κυριακάτικης Αυγής
Επί μήνες δημοσιογράφοι, αναλυτές και πολιτικοί επαναλαμβάνουν ομόφωνα: «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση». Η Μεταπολίτευση ή η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» θεωρείται υπεύθυνη για όλα τα «δεινά» της σημερινής Ελλάδας: από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και τη διαφθορά μέχρι την οικονομική χρεοκοπία και τις κοινωνικές αντιδράσεις στα μέτρα του Μνημονίου. Το αποτέλεσμα αυτής της γενικόλογα κατεδαφιστικής κριτικής είναι να εγγράφεται η Μεταπολίτευση αρνητικά στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση, να μετατρέπεται σε έναν αρνητικό κοινό τόπο. Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσει κανείς ότι η Μεταπολίτευση ήταν η περίοδος θεμελίωσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα; Μετά το 1974 εγκαινιάζεται η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και η διεύρυνση της δημοκρατίας με την άρση αποκλεισμών και διακρίσεων που είχαν χαρακτηρίσει την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες: περιορισμός του ρόλου του στρατού, αποκαθήλωση της μοναρχίας, νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση, δικαίωμα ψήφου στα 18, ισότητα των δύο φύλων, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και πάρα πολλά άλλα. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά, και υποθέτω ότι όσοι καταδικάζουν την «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» δεν συγκαταλέγουν αυτές τις αλλαγές στις αρνητικές κληρονομιές της.
Ταυτόχρονα, στη Μεταπολίτευση η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία διογκώθηκε και διευρύνθηκε στην κατεύθυνση της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Το κράτος ανέλαβε να παίξει όλο και πιο ενεργό ρόλο στην αναδιανομή του πλούτου, τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και στην κοινωνική αναπαραγωγή. Θα έλεγε κανείς ότι η εδραίωση της δημοκρατίας συμβάδιζε με την επέκταση της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, όσοι καταφέρονται κατά της Μεταπολίτευσης μάλλον έχουν στο νου τους την κοινωνία, δηλαδή τις αξίες, ιδέες και πρακτικές που επικρατούσαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Το ερώτημα που σπάνια τίθεται είναι: Τι σχέση η σημερινή ελληνική κοινωνία με αυτήν της δεκαετίας του 1970; Τι σχέση έχουν οι πολυήμερες, «άγριες», μαζικές απεργίες στη ΜΕΛ, την ΙΖΟΛΑ, τη Μαδέμ-Λάκκο με τις απεργίες που κηρύσσει σήμερα η ΓΣΕΕ; Τι σχέση έχουν οι ογκώδεις διαδηλώσεις για το Πολυτεχνείο το 1975, 1977, το 1980 με τις επετειακές «λιτανείες»; Πόσα πολιτικά περιοδικά εκδίδονταν τότε και πόσα σήμερα; Τα ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, η απάντηση όμως θα ήταν η ίδια, η οποία δείχνει την απόσταση που μας χωρίζει από τη Μεταπολίτευση.
Η Μεταπολίτευση έχει ήδη τελειώσει εδώ και δύο δεκαετίες. Όσο και εάν ο ορισμός ιστορικών τομών εμπεριέχει ένα βαθμό αυθαιρεσίας, η Μεταπολίτευση τελείωσε το 1989. Το 1989 είναι το «κατώφλι» μεταξύ δύο εποχών. Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων σηματοδότησε το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και ταυτόχρονα ενός μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Το 1989 στην Ελλάδα οι τομές είναι πολυεπίπεδες: το πείραμα των «προβληματικών» είχε καταδείξει τα όρια της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία αλλά και της υπαγωγή του κράτους στον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ· η συγκυβέρνηση ΝΔ- Συνασπισμού γεφύρωσε ένα ρήγμα που είχε ανοίξει στην ελληνική κοινωνία από τη δεκαετία του 1940· η σκανδαλολογία μετέφερε το βάρος της δημόσιας συζήτησης από την πολιτική διαπάλη στη χρηστή διαχείριση της εξουσίας· τέλος, η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης σηματοδότησε την επέλαση μιας νέας, «εικονικής» πραγματικότητας. Μετά το 1989 ξεκινούσε μια, όντως, νέα εποχή, ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες ο ρόλος του κράτους διαρκώς συρρικνώνεται. Βλέπουμε τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων, την εκχώρηση δημόσιου πλούτου και τη διαρκή επέκταση του ιδιωτικού τομέα σε ένα σύνολο δραστηριοτήτων και υπηρεσιών, που αποτελούσαν προνομιακό ή και αποκλειστικό πεδίο δραστηριότητας του κράτους: υγεία, ασφάλιση, παιδεία, ασφάλεια, μεταφορές, επικοινωνίες. Παράλληλα, το κοινωνικό κράτος που είχε οικοδομηθεί μεταπολιτευτικά αποσυντίθεται κάτω από το βάρος της μείωσης των κονδυλίων, της κακοδιαχείρισης και της αύξησης των ελλειμμάτων. Σε μεγάλο βαθμό αυτές οι εξελίξεις ήταν αποτέλεσμα της ιδεολογίας του «λιγότερο κράτος», η οποία αποτέλεσε το πεδίο σύγκλισης και των δύο μεγάλων παρατάξεων. Οι ιδεολογικοπολιτικές διαμάχες που χαρακτήρισαν τη Μεταπολίτευση μπήκαν στο περιθώριο, οι προγραμματικές διαφορές αμβλύνθηκαν, οι δημόσιες πολιτικές ουσιαστικά δεν απέκλιναν.
Η έννοια του Κέντρου, η οποία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στη Μεταπολίτευση, κατασκευάστηκε, δημιουργώντας τους αντίστοιχους πολιτικούς χώρους (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά), που υποδήλωναν τη δομική ομοιότητά τους και την κυριαρχία της «μοναδικής σκέψης»: δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, το υπάρχον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης είναι και το μοναδικό. Η πραγματική σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων σήμανε τη μετάβαση από τη πολιτική στην μετα-πολιτική: η κυβέρνηση μετατράπηκε σε διακυβέρνηση και η πολιτική σε διαχείριση. Η έκλειψη της πολιτικής άλλαξε και το ίδιο το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε ένα περιβάλλον στενότερης αλληλεξάρτησης πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων, το ζητούμενο πλέον ήταν η χρηστή διαχείριση και η εξεύρεση ικανών τεχνοκρατών για να διοικήσουν ορθολογικά τη χώρα και την κοινωνία. Η κοινωνία που διαμορφώθηκε μέσα από τις αλλαγές των δύο τελευταίων δεκαετιών βρίσκεται στον αντίποδα της κοινωνίας της Μεταπολίτευσης. Η πιο σημαντική αλλαγή σε επίπεδο αξιών και ιδεών ήταν η υποχώρηση της έννοιας του συλλογικού μέσα από μια διαδικασία κοινωνικού κατακερματισμού. Η πολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση της δεκαετίας του 1970 σταδιακά έδωσε τη θέση της στην κυριαρχία του ατομικισμού και στον καταναλωτισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι όχι το εάν τελείωσε η Μεταπολίτευση, αλλά γιατί, ενώ έχει τελειώσει εδώ και δύο δεκαετίες, χρησιμοποιείται σήμερα περίπου ως «ανάθεμα». Οι αρθρογράφοι που κανοναρχούν εναντίον της Μεταπολίτευσης έχουν δίκιο σε ένα σημείο, η Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς· και με αυτήν την έννοια επιδιώκουν να στιγματίσουν, να απονομιμοποιήσουν και να απαξιώσουν αναδρομικά τις ιδέες και πρακτικές της Αριστεράς ως υπεύθυνης για τη σημερινή κατάσταση. Επιπλέον, επειδή ο όρος «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» είναι αρκετά νεφελώδης και δεν υποδεικνύει κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικό κόμμα ως υπεύθυνους για το σημερινό αδιέξοδο, κατασκευάζει ένα είδος συλλογικής ενοχής για την κοινωνία που θα πρέπει να επιζητά την κάθαρση μέσα από την τιμωρία.
Εκτός από όλα αυτά, όμως, η αναφορά στην «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» είναι κυρίως μια μετωνυμία: ο στόχος είναι να εξοβελιστεί από τη δημόσια συζήτηση το πολιτικό. Το πολιτικό, όχι με τη στενή έννοια των κομματικών αντιπαραθέσεων αλλά με την ευρύτερη έννοια συζήτησης και της διερώτησης για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά, λένε, δεν είναι πλέον θέμα οράματος για την κοινωνία αλλά «αριθμών», και άρα πρέπει να εκχωρηθούν στους «ειδικούς», στους οικονομολόγους και τους διαχειριστές της διακυβέρνησης. Η αντιστροφή αυτής της κίνησης προϋποθέτει την ανανοηματοδότηση και επανοικειοποίηση του πολιτικού από την κοινωνία. Από αυτήν την άποψη, θα είχε ενδιαφέρον να ξαναδεί κανείς το παρελθόν της Μεταπολίτευσης, για να διερευνήσει με ποιον τρόπο η ελληνική κοινωνία μετά την επτάχρονη δικτατορία ανακάλυπτε και δημιουργούσε το πολιτικό.
- Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
της Κυριακάτικης Αυγής
Επί μήνες δημοσιογράφοι, αναλυτές και πολιτικοί επαναλαμβάνουν ομόφωνα: «να τελειώνουμε με τη Μεταπολίτευση». Η Μεταπολίτευση ή η «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» θεωρείται υπεύθυνη για όλα τα «δεινά» της σημερινής Ελλάδας: από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008 και τη διαφθορά μέχρι την οικονομική χρεοκοπία και τις κοινωνικές αντιδράσεις στα μέτρα του Μνημονίου. Το αποτέλεσμα αυτής της γενικόλογα κατεδαφιστικής κριτικής είναι να εγγράφεται η Μεταπολίτευση αρνητικά στη σύγχρονη ιστορική συνείδηση, να μετατρέπεται σε έναν αρνητικό κοινό τόπο. Χρειάζεται άραγε να υπενθυμίσει κανείς ότι η Μεταπολίτευση ήταν η περίοδος θεμελίωσης της δημοκρατίας στην Ελλάδα; Μετά το 1974 εγκαινιάζεται η εμπέδωση των δημοκρατικών θεσμών και η διεύρυνση της δημοκρατίας με την άρση αποκλεισμών και διακρίσεων που είχαν χαρακτηρίσει την Ελλάδα για πολλές δεκαετίες: περιορισμός του ρόλου του στρατού, αποκαθήλωση της μοναρχίας, νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, καθιέρωση της δημοτικής στην εκπαίδευση, δικαίωμα ψήφου στα 18, ισότητα των δύο φύλων, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης και πάρα πολλά άλλα. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά, και υποθέτω ότι όσοι καταδικάζουν την «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» δεν συγκαταλέγουν αυτές τις αλλαγές στις αρνητικές κληρονομιές της.
Ταυτόχρονα, στη Μεταπολίτευση η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία διογκώθηκε και διευρύνθηκε στην κατεύθυνση της άμβλυνσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Το κράτος ανέλαβε να παίξει όλο και πιο ενεργό ρόλο στην αναδιανομή του πλούτου, τη ρύθμιση των κοινωνικών σχέσεων και στην κοινωνική αναπαραγωγή. Θα έλεγε κανείς ότι η εδραίωση της δημοκρατίας συμβάδιζε με την επέκταση της μεσαίας τάξης. Ωστόσο, όσοι καταφέρονται κατά της Μεταπολίτευσης μάλλον έχουν στο νου τους την κοινωνία, δηλαδή τις αξίες, ιδέες και πρακτικές που επικρατούσαν στα μεταπολιτευτικά χρόνια. Το ερώτημα που σπάνια τίθεται είναι: Τι σχέση η σημερινή ελληνική κοινωνία με αυτήν της δεκαετίας του 1970; Τι σχέση έχουν οι πολυήμερες, «άγριες», μαζικές απεργίες στη ΜΕΛ, την ΙΖΟΛΑ, τη Μαδέμ-Λάκκο με τις απεργίες που κηρύσσει σήμερα η ΓΣΕΕ; Τι σχέση έχουν οι ογκώδεις διαδηλώσεις για το Πολυτεχνείο το 1975, 1977, το 1980 με τις επετειακές «λιτανείες»; Πόσα πολιτικά περιοδικά εκδίδονταν τότε και πόσα σήμερα; Τα ανάλογα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν, η απάντηση όμως θα ήταν η ίδια, η οποία δείχνει την απόσταση που μας χωρίζει από τη Μεταπολίτευση.
Η Μεταπολίτευση έχει ήδη τελειώσει εδώ και δύο δεκαετίες. Όσο και εάν ο ορισμός ιστορικών τομών εμπεριέχει ένα βαθμό αυθαιρεσίας, η Μεταπολίτευση τελείωσε το 1989. Το 1989 είναι το «κατώφλι» μεταξύ δύο εποχών. Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων σηματοδότησε το τέλος μιας ιστορικής περιόδου και ταυτόχρονα ενός μοντέλου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Το 1989 στην Ελλάδα οι τομές είναι πολυεπίπεδες: το πείραμα των «προβληματικών» είχε καταδείξει τα όρια της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία αλλά και της υπαγωγή του κράτους στον κομματικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ· η συγκυβέρνηση ΝΔ- Συνασπισμού γεφύρωσε ένα ρήγμα που είχε ανοίξει στην ελληνική κοινωνία από τη δεκαετία του 1940· η σκανδαλολογία μετέφερε το βάρος της δημόσιας συζήτησης από την πολιτική διαπάλη στη χρηστή διαχείριση της εξουσίας· τέλος, η εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης σηματοδότησε την επέλαση μιας νέας, «εικονικής» πραγματικότητας. Μετά το 1989 ξεκινούσε μια, όντως, νέα εποχή, ο κόσμος στον οποίο ζούμε σήμερα.
Η έννοια του Κέντρου, η οποία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη στη Μεταπολίτευση, κατασκευάστηκε, δημιουργώντας τους αντίστοιχους πολιτικούς χώρους (κεντροαριστερά, κεντροδεξιά), που υποδήλωναν τη δομική ομοιότητά τους και την κυριαρχία της «μοναδικής σκέψης»: δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, το υπάρχον μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης είναι και το μοναδικό. Η πραγματική σύγκλιση των δύο μεγάλων κομμάτων σήμανε τη μετάβαση από τη πολιτική στην μετα-πολιτική: η κυβέρνηση μετατράπηκε σε διακυβέρνηση και η πολιτική σε διαχείριση. Η έκλειψη της πολιτικής άλλαξε και το ίδιο το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Σε ένα περιβάλλον στενότερης αλληλεξάρτησης πολιτικής και οικονομικών συμφερόντων, το ζητούμενο πλέον ήταν η χρηστή διαχείριση και η εξεύρεση ικανών τεχνοκρατών για να διοικήσουν ορθολογικά τη χώρα και την κοινωνία. Η κοινωνία που διαμορφώθηκε μέσα από τις αλλαγές των δύο τελευταίων δεκαετιών βρίσκεται στον αντίποδα της κοινωνίας της Μεταπολίτευσης. Η πιο σημαντική αλλαγή σε επίπεδο αξιών και ιδεών ήταν η υποχώρηση της έννοιας του συλλογικού μέσα από μια διαδικασία κοινωνικού κατακερματισμού. Η πολιτικοποίηση και ιδεολογικοποίηση της δεκαετίας του 1970 σταδιακά έδωσε τη θέση της στην κυριαρχία του ατομικισμού και στον καταναλωτισμό.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι όχι το εάν τελείωσε η Μεταπολίτευση, αλλά γιατί, ενώ έχει τελειώσει εδώ και δύο δεκαετίες, χρησιμοποιείται σήμερα περίπου ως «ανάθεμα». Οι αρθρογράφοι που κανοναρχούν εναντίον της Μεταπολίτευσης έχουν δίκιο σε ένα σημείο, η Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς· και με αυτήν την έννοια επιδιώκουν να στιγματίσουν, να απονομιμοποιήσουν και να απαξιώσουν αναδρομικά τις ιδέες και πρακτικές της Αριστεράς ως υπεύθυνης για τη σημερινή κατάσταση. Επιπλέον, επειδή ο όρος «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» είναι αρκετά νεφελώδης και δεν υποδεικνύει κάποια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικό κόμμα ως υπεύθυνους για το σημερινό αδιέξοδο, κατασκευάζει ένα είδος συλλογικής ενοχής για την κοινωνία που θα πρέπει να επιζητά την κάθαρση μέσα από την τιμωρία.
Εκτός από όλα αυτά, όμως, η αναφορά στην «κουλτούρα της Μεταπολίτευσης» είναι κυρίως μια μετωνυμία: ο στόχος είναι να εξοβελιστεί από τη δημόσια συζήτηση το πολιτικό. Το πολιτικό, όχι με τη στενή έννοια των κομματικών αντιπαραθέσεων αλλά με την ευρύτερη έννοια συζήτησης και της διερώτησης για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας. Αυτά, λένε, δεν είναι πλέον θέμα οράματος για την κοινωνία αλλά «αριθμών», και άρα πρέπει να εκχωρηθούν στους «ειδικούς», στους οικονομολόγους και τους διαχειριστές της διακυβέρνησης. Η αντιστροφή αυτής της κίνησης προϋποθέτει την ανανοηματοδότηση και επανοικειοποίηση του πολιτικού από την κοινωνία. Από αυτήν την άποψη, θα είχε ενδιαφέρον να ξαναδεί κανείς το παρελθόν της Μεταπολίτευσης, για να διερευνήσει με ποιον τρόπο η ελληνική κοινωνία μετά την επτάχρονη δικτατορία ανακάλυπτε και δημιουργούσε το πολιτικό.
- Ο Πολυμέρης Βόγλης διδάσκει σύγχρονη Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου