(πηγή) |
Η ΕΕ μπροστά στην κρίση
της Μαριλένας Κοππά*
από το ΈθνοςΔεν είναι σίγουρο εάν το «Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας», που αυτήν τη στιγμή διαπραγματευόμαστε, έχει σχέση με την ανταγωνιστικότητα. Επίσης, δεν είναι σίγουρο ότι η Ε.Ε. έχει την ικανότητα να αξιολογεί τις πολιτικές της, όπως επιμελώς απαιτεί από κάθε κράτος-μέλος. Τελικά, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι υπάρχει σήμερα χώρος για μια «στρατηγική» ανάπτυξης. Η στρατηγική της Λισσαβώνας, που αρχικά ήταν σοσιαλδημοκρατικής έμπνευσης, κατέληξε σε αποτυχία. Όταν οι Ευρωπαίοι το 2000 υιοθετούσαν το όραμα να οικοδομήσουν σε μία δεκαετία «την πιο ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης έως το 2010», υιοθέτησαν επίσης μια σειρά συγκεκριμένων δεικτών αξιολόγησης. Αλλά κανένας από αυτούς τους «δείκτες» δεν ευδοκίμησε.
Δεν πετύχαμε να έχουμε εντός της αγοράς εργασίας το 70% του πληθυσμού μεταξύ 20 και 64 ετών. Και η ήττα έχει πολλές διαστάσεις, μεταξύ των οποίων την τάση υποβάθμισης του είδους της εργασίας, που τείνει να γίνεται μερική και επισφαλής, δημιουργώντας μια γενιά εργαζόμενων φτωχών. Έτσι, η φτώχεια αυξήθηκε. Δεν πετύχαμε να αυξήσουμε τις δαπάνες για έρευνα και καινοτομία στο 3% του κοινοτικού προϋπολογισμού. Για την ακρίβεια, την ώρα που η ευρωπαϊκή περιφέρεια παραμένει καθηλωμένη στη μνημονιακή ή προ-μνημονιακή συγκυρία, αυτός ο στόχος θα απομακρύνεται.
Όμως, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνεχίζει να επιχαίρει για τη δημιουργία 18 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, που υποτίθεται ότι οφείλονται στη στρατηγική της Λισσαβώνας, υπολογίζοντας βέβαια μόνο την οκταετία 2000-2008, γεγονός που καταδεικνύει ότι το «μαγείρεμα των αριθμών» δεν αποτελεί μόνο ελληνικό φαινόμενο.
Στο «επόμενο επεισόδιο», της «Στρατηγικής» της Λισαβόνας, έχουμε την ατζέντα «Ευρώπη 2020», δηλαδή μια φαινομενικά νέα στρατηγική, η οποία υποτίθεται ότι είναι «έξυπνη». «Ανάπτυξη», «εξειδίκευση», «δίκτυα», και άλλες φράσεις που τόσο συμπαθεί η κοινότητα τεχνοκρατών, αναδύονται ξανά στην οραματική αφήγηση του ευρωπαϊκού μέλλοντος, σχεδόν ίδιες και απαράλλαχτες με αυτές που χρησιμοποιούσαμε πριν από μία δεκαετία.
Ίσως η μόνη λέξη που έχει πιο εμφατική παρουσία στην αφήγηση του οράματος είναι η «βιωσιμότητα». Αλλά η χρήση του συγκεκριμένου όρου είναι πολλές φορές παραπλανητική, αρχής γενομένης από την απαίτηση «βιώσιμης» δημοσιοοικονομικής διακυβέρνησης, που σημαίνει οροφή στις δαπάνες για την υγεία, το συνταξιοδοτικό και την εκπαίδευση. Με παλαιομοδίτικους όρους, η «βιωσιμότητα» σημαίνει «περιοριστική πολιτική».
Δηλαδή, η ατζέντα θέτει σήμερα τον στόχο της ανάπτυξης ανθρώπινου κεφαλαίου (εκπαίδευση), της οικοδόμησης μιας δυναμικής οικονομίας (αύξηση καταναλωτικής δύναμης και δημογραφική επέκταση), νέων υποδομών (δημόσιες επενδύσεις), χωρίς όμως αναδιανομή εισοδήματος. Και ενώ αυτή η στρατηγική απέτυχε την προηγούμενη δεκαετία, συνεχίζουμε να την εφαρμόζουμε.
Η επερχόμενη Σύνοδος Κορυφής δεν θα αντιμετωπίσει τα θεμελιώδη προβλήματα της ΕΕ: δημογραφική γήρανση, αύξηση της φτώχειας και, τελικά, μείωση των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων για την υλοποίηση του οράματος. Η ΕΕ σήμερα είναι μια δύναμη χωρίς μάζα. Η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία, η Ρωσία, η Τουρκία, ακόμα και το Ιράν, έχουν το πλεονέκτημα νεανικών πληθυσμών που μόλις μπαίνουν στον ρυθμό της μαζικής κατανάλωσης και υπόσχονται ανάπτυξη, δυναμισμό και καινοτομία. Η ΕΕ, αντίθετα, ζει από τα έτοιμα. Με τον δυναμισμό μιας γενιάς που δεν θα υπήρχε χωρίς το κοινωνικό κράτος της δεκαετίας του 1960. Ομως, οι κοινωνικές μας αποταμιεύσεις εξαντλούνται.
* ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ, παρακαλώ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου